Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2007

Madness

Don't make a religion out of reason and logic because if they fail you, you will only find refuge in madness.

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Η ανάγκη της αφιέρωσης

Ένα βιβλίο χωρίς αφιέρωση είναι μόνο του στη ζωή.
Σαν το παιδί χωρίς τη μάνα του. όρφανό.
Ένα βιβλίο χρειάζεται πάνω του να γράψει το χέρι που το διάλεξε.
Για να μην μείνει ανώνυμο στη σκονισμένη βιβλιοθήκη.
Το χέρι που διαλέγει ένα βιβλίο το χαρακτηρίζει.
Του δίνει την πρώτη του ανάσα.
Το βυζαίνει καθώς διατρέχει τις σελίδες του.
Το ανατρέφει καθώς το περαστικό βλέμμα του επιλογέα ανατρέχει στις λέξεις του.
Και το κριτήριο επιλογής αυτού του τελευταίου είναι η κοσμοθεωρεία που το συνοδεύει σε όλη του τη ζωή.
Και η ζωή ενός καλού βιβλίου είναι μεγάλη.
Ας μην είναι χαμένη, ας μην είναι ξεχασμένη.
Ένα βιβλίο χωρίς το γραφικό χαρακτήρα του επιλογέα του μένει έρμαιο στις εφήμερες διαθέσεις του αναγνώστη.
Μόνο του.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2007

Η κατάρα του πράσινου σκορπιού...

Έλαβα αυτό το email το οποίο πολύ με εκφράζει και πολύ μου αρέσει και πολύ τελοσπάντων γέλασα με την πάρτη του.

"Γεια.
Με λένε Κόννυ και πάσχω από ενοχές επειδή δεν έχω στείλει 50 δισεκατομμύρια γαμημένα e-mail-αλυσίδα τα οποία έλαβα από ανθρώπους που πραγματικά πιστεύουν ότι, αν συνεχίσεις την αλυσίδα, ένα κακόμοιρο 6χρονο στην Καστανομαγούλα, που έχει ένα βυζί στο κούτελό του και ένα αυτί στον κώλο του, θα μαζέψει λεφτά για να μπορέσει να χέσει!

Ειλικρινά πιστεύετε ότι ο Bill Gates θα δώσει σ'εσάς, και σε όποιον στείλετε το e-mail του, $1000;
Πόσο βλάκες είστε;
'Αααααααααα, κοιτάξτε! Αν κάνω scroll down σε αυτή τη σελίδα και κάνω μια ευχή, θα πάω στο κρεβάτι με όλα τα μουνιά του περιοδικού!'
Τι μαλακίες!
Ή ακόμα, μπορεί τα διαβολικά ξωτικά των e-mail/αλυσίδων να έρθουν στο σπίτι μου και να με πηδήξουν στον ύπνο μου επειδή δεν συνέχισα μία αλυσίδα που ξεκίνησε ο Απόστολος Πέτρος το 5 μ.Χ. και την έφεραν στην Ελλάδα νάνοι προσκυνητές με το Έλλη!

Χέσ'τους! Δείξε λίγη ευφυΐα, γράψε στ'αρχίδια σου τη Γερμανίδα ναζίστρια δικηγόρο με οικολογικές ανησυχίες, που νομίζει ότι ξέρει όλα, και σκέψου σε τι συνεισφέρεις με το να στέλνεις τέτοια e-mail. Το πιο πιθανό να γίνεις αντιπαθής.

Αυτό που θέλω να πω είναι το εξής: Αν λάβεις ένα e-mail/αλυσίδα, το οποίο απειλεί ότι δεν θα κάνεις σεχ ή δεν θα έχεις τύχη για την υπόλοιπη ζωή σου, άστο και σβήσε το. Αν έχει πλάκα, στείλε το.
Μην τη σπας στον κόσμο με το να τους κάνεις να νιώθουν ένοχοι επειδή ένας λεπρός στη Μποτσουάνα, που δεν έχει δόντια και είναι δεμένος σε έναν πεθαμένο ελέφαντα εδώ και 27 χρόνια, έχει σαν μόνη του λύτρωση τα 5 σεντς που θα λάβει αν εσύ στείλεις αυτό το e-mail!

Α, παρεμπιπτόντως, προς όλους εσάς τους χαζούς εκεί έξω: ΚΑΜΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΕΝΤΟΠΙΣΕΙ ΤΑ E-MAIL ΠΟΥ ΣΤΕΛΝΟΝΤΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΗΣ. ΟΧΙ, ΟΥΤΕ Η MICROSOFT!! Τώρα, στείλε αυτό το e-mail σε όλους τους γνωστούς σου. Διαφορετικά, αύριο το πρωί το βρακί σου θα έχει γίνει σαρκοφάγο και θα φάει τα γεννητικά σου όργανα!!

Με αγάπη,
Ένας Συστηματάς..."

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 22, 2007

Με προκαλεσαν...

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

Αρετή που έχει υμνηθεί ανά τους αιώνες. Τι σημαίνει αυτογνωσία, αλλά κυρίως τι εννοεί ο λέγων ή αλλιώς ο ερωτών όταν ερωτά, «έχεις αυτογνωσία?». Η ερώτηση τίθεται ως να σε ρωτούσε κάποιος «έχεις πορτοκάλια?». Και έστω ότι η απάντηση είναι ναι. Και βέβαια, αμέσως μετά ο ερωτών ερωτά «Και πόση αυτογνωσία έχεις?». Και εσύ δόλιε που θα απαντήσεις τι να πεις?
Είναι προφανές ότι την αυτογνωσία σου δεν θα τη μετρήσεις σε κιλά ούτε σε λίτρα. Θα τη μετρήσεις με τις πνευματικές εκείνες διεργασίες που σου δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζεις τον εαυτό. Τον εαυτό σε αντικειμενικούς όρους, δηλαδή τον εαυτό μόνο του, αλλά και τον εαυτό σε υποκειμενικούς όρους, δηλαδή σε σχέση με το όλον που τον περιβάλλει. Δηλαδή κατέχω κάποια ψήγματα αυτογνωσίας όταν μπορώ αυθόρμητα και χωρίς δεύτερη σκέψη να κατανοήσω όχι μόνο τις πράξεις, τις σκέψεις και τη συμπεριφορά μου, αλλά τις γενεσιουργές αιτίες αυτών. Τι είναι δηλαδή αυτό που με κάνει να συμπεριφέρομαι με τον τάδε ή το δίνα τρόπο. Κατέχω δηλαδή την αντικειμενική αυτογνωσία: «Εγώ γνωρίζω το εγώ μου». Και όταν κατανοώ αυτές τις αιτίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές βασίζονται και εκπορεύονται του ψυχισμού μου έχω τη δυνατότητα να καταλάβω τον εαυτό μου σε σχέση με τις πράξεις, τις σκέψεις και τη συμπεριφορά των άλλων: «Εγώ, γνωρίζω τον εαυτό μου σε σχέση με τον εαυτό σου». Δηλαδή και λέμε κάτι το απλό: Κατανοώντας τον εαυτό μου αντικειμενικά, και σε δεύτερο πλάνο κατανοώντας τον εαυτό μου υποκειμενικά έχω τη δυνατότητα να κατανοώ τις πνευματικές διεργασίες που τον κάνουν να είναι αυτό που είναι μόνος του στο βουνό, ως ερημίτης, αλλά και αυτό που τον κάνει να είναι αυτό που είναι μέσα στο εκάστοτε κοινωνικό σύστημα. Έχω δηλαδή καταφέρει ένα πολύ σημαντικό πράγμα: να μπορώ να αντιλαμβάνομαι τις διαδικασίες ως διαδικασίες που καθορίζουν το εγώ μου και το εγώ σου και το εγώ του. Και αυτές οι διαδικασίες δεν αλλάζουν στους ανθρώπους. Οι διαδικασίες είναι ίδιες. Αυτό που αλλάζει είναι ο ψυχισμός που τις καθορίζει.
Μην ψάχνεις μακριά. Και κυρίως μην ψάχνεσαι άσκοπα με ψευτοδιλήμματα. Δεν σκέφτεσαι την αυτογνωσία, αυτήν ή την έχεις ή δεν την έχεις. Σήμερα. Γιατί αύριο μπορεί και να μην την έχεις. Η διαδικασία είναι αέναη. Δεν σταματά, εξελίσσεται γιατί εξελίσσεσαι και εσύ, το αντικειμενικό εγώ σου αλλά και περιβάλλουσες συνθήκες. Δηλαδή τα εγώ των άλλων. Κάθε στιγμή η διαδικασία αναγεννάται γιατί αναγενόνται τα συναισθήματα που τη δημιουργούν. Τη σημαίνει λοιπόν αυτογνωσία είναι η σημαντική ερώτηση και όχι αν την έχεις. Γιατί σήμερα την έχεις και αύριο δεν την έχεις. Αυτογνωσία είναι η κατανόηση των συναισθημάτων σου και των πηγών των συναισθημάτων σου. Αν μένεις κοντά τους είναι πιθανό να την έχεις σήμερα αλλά και να συνεχίσεις να τη βρίσκεις κάθε στιγμή. Μάθε τι σημαίνει, μήπως και δώσεις σημασία στην συναισθηματική νοημοσύνη. Τότε θα έχεις μάθει και τι είναι, και αν την έχεις, αλλά κυρίως θα έχεις καταρρίψει την υπόθεση ότι σίγουρα θα την έχεις. Απέρριψε τη σιγουριά της λογικής και αφέσου στη ρευστότητα των συναισθημάτων. Όταν καταλάβεις τους νόμους (διαδικασία) και τη δυναμική αυτής της ρευστότητας θα είσαι πολύ κοντά στην αυτογνωσία. Συναισθηματικά ανώριμε ερωτώντα!

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2007

Οι ρεφορμιστές ξαναχτυπούν

Την παρακάτω εικόνα έλαβα από μέλος του διασπαστικού και ρεφορμιστικού χώρου του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Να μην πώ "κατάπτυστο" γιατί θα γίνω γραφικός. Θα πώ όμως "προδοτικό". Έτσι για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλιοί με ποιες μεθοδεύσεις διασπάται το κίνημα και οι λαϊκές διεκδικήσεις!!!!

υ.γ γαμάτος ο pluto μέσα στην χαρά και τη χαριτωμενιά. Ενώ το ΚΚΕ... Μην μπαίνω σε αναλύσεις του brand του γιατί δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Καλή ψήφο...




Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007

περί διακοπών και άλλων δαιμονίων

υπάρχουν άνθρωποι που βγάζουν τον καλύτερο εαυτό σου.
δεν κάνουν κάτι εσκεμμένο.
έτσι είναι οι ίδιοι.
"έχουν το αξιαγάπητο", μου είπε κάποιος.
δεν είναι αυτό τελικά.
αυτοί οι άνθρωποι χαίρονται να ζούν.
και λυπούνται με τα συμβάντα που πρέπει να λυπηθούν.
αντιμετωπίζουν όμως τη ζωή ως ένα ευχάριστο πράγμα.
ως ένα ευχάριστο ταξίδι.
ως μια ευχάριστη διαδικασία.
η ίδια η ζωή με όλα αυτά που περικλείει είναι χαρά.

και υπάρχουν και κάποιοι άλλοι άνθρωποι που δεν θέλω να σκέφτομαι τί σου βγάζουν!
είναι μίζεροι άνθρωποι.
όχι κακοί, μίζεροι.
κυρίως με τη δική τους ζωή.
και αν είναι έτσι με τη δική τους ζωή, πώς θα είναι με των άλλων;

ευτυχώς αυτό το καλοκαίρι έζησα τις διακοπές των ονείρων μου με ανθρώπους της πρώτης κατηγορίας.
δύο συγκεκριμένα.
και για αυτό θέλω να κάτι να τους αφιερώσω.
δεν ξέρω ακριβώς τί.
ας πούμε την αγαπημένη μας παραλία στην Πάτμο.
όταν σκεφτώ κάτι που θα αρμόζει περισσότερο θα σας ειδοποιήσω.
χαρούμενο σεπτέμβρη παίδες.
έχει και ωραίες συναυλίες.
άσε που μπορεί να βρέξει και λιγάκι.
έτσι για αλλαγή.

Σάββατο, Ιουλίου 28, 2007

Διακοπεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεές

Φεύγω γειά σου, γειά σου...
Αναφωνώ και τραγουδώ με τρέλα.
Φεύγω επιτέλους. Φεύγω από την Αθήνα. Φεύγω από δουλειές που με ταλαιπωρούν χρόνια τώρα. Φεύγω ελπίζω και από τα τετριμμένα και τα καλοδουλεμένα. Δεν γίνομαι αντιληπτός?
Αυτές οι διακοπές είναι ορόσημο. Για πολλά.
Αυτά που τα σκέφτομαι και τα έχω παρασκεφτεί. Τώρα πρέπει να πράξω!!!
Σας φιλώ και εύχομαι σε όλους ξεκούραση! Είμαι πολύ εγωιστής για να μην νομίζω ότι σας λείπει ότι λείπει και σε μένα!!!!

Π.

Υ.Γ1 Η φωτογραφία που προκάλεσε τόσα σχόλια κατέβηκε. Γιατί την βαρέθηκα (en vain είδες?)!!!
Υ.Γ2 Ξέχασα να πώ ότι γυρίζω στις 27/8. Μέχρι τότε ελπίζω να βρώ καμιά σύνδεση στο internet γιατί πολύ θα μου έχετε λείψει και το ξέρω ήδη!!!!

Τρίτη, Ιουλίου 24, 2007

Sex and other mysteries...

Είχε δίκιο ο Γέρο Εζ. Δίκιο όμως έχει και ο Bukowski (βλ. Υ.Γ1). Το ζήτημα είναι να μπορείς να ελίσσεσαι μεταξύ των δύο απόψεων και να είσαι ευτυχής.
Ανακαλύπτω (όπως λέει και το κροτκάκι, είναι το θεματάκι μου) ότι δεν έχω ζήσει την σεξουαλική μου επανάσ
ταση. Και προτίθεμαι να βγω στους δρόμους να βροντοφωνάξω το δίκαιο αίτημά μου! Γιατί έχω παρα-ασχοληθεί (με σχετική μονάχα επιτυχία) με το θέμα "δουλειά" και επαγγελματική αποκατάσταση". Καιρός να ασχοληθώ λιγάκι περισσότερο και με άλλα ζητήματα που αφορούν κυρίως στην ψυχική μου υγεία.

Τώρα αν προσπαθήσω να προκαταλάβω τις
αντιδράσεις του κοινού στα λεγόμενα, θα τις κατατάξω σε δύο κατηγορίες:
α. αυτοί που με ξέρουν θα μειδιάσουν και θα μου πουν ότι είμαι ένα ζώο και μισό και ότι μια χαρά την έχω ζήσει την σεξουαλική μου επανάσταση και να μην βλέπω το ποτήρι μισο-άδειο. Και θα έχουν δίκιο (εν μέρη). Γιατί κάποια πράγματα δεν τα ξέρουν.
β. αυτοί που δεν με ξέρουν μάλλον θα αναρωτηθούν τι έκανα μέχρι τα 31 μου. Λυπάμαι δεν μπορώ να σας πω. Θέλω δηλαδή, αλλά δεν μπορώ. Γιατί είμαι μεγάλη σφίγγα (όπως θα σας έλεγαν οι ανήκοντες στην άνωθεν κατηγορία!!!)
Προτίθεμαι όμως να γίνω μεγάλο τσουλί και δη να ξεκινήσω αυτή την τιτάνια προσπάθεια αμέσως. Και θα δώσω και ένα παράδειγμα (όχι ιδιαίτερα σημαντικ
ό θα έλεγα. Το πιο σημαντικό παράδειγμα θα δοθεί στις προγραμματικές δηλώσεις της πρώτης ελεύθερης διακυβέρνησης του Εαυτού μετά το πέρας της επανάστασης!) γιατί κρίνω εξ' ιδίων και εγώ μόνο έτσι καταλαβαίνω:
Τον τελευταίο καιρό βλέπω μια κοπέλα την Σ. Δεν έχει γίνει τίποτα ακόμη . Ψήνεται το πράγμα (μάλλον το κάψαμε). Πήγαμε στο θέατρο και εκεί συναντήσαμε μια φίλη της, καθώς και μια φίλη της φίλης της. Το ίδιο βράδυ πήγαμε όλοι για ποτό (μαζί με άλλους φίλους και των δύο που βρήκαμε τυχαία στο θέατρο) και το γκομενάκι (η Σ.) μας γύρισε κώλο και άρχισε να μιλάει με τους φίλους. Το ίδιο κάναμε και εμείς φυσικά (γιατί ο εγωισμός δεν μας λείπει). Κ να
σου ο πειρασμός. Η φίλη της φίλης, η Ε. αρχίζει να μας την πέφτει. Απροκάλυπτα αλλά ευγενικά (το πουτανί). Και να βρίσκει χίλιους τρόπους να μας δώσει το τηλέφωνό της. Και φυσικά το πήραμε το τηλέφωνο και φυσικά θέλουμε να την δούμε γιατί είναι και "καλή κοπέλα"! Έχουμε (είχαμε για να είμαι και ακριβής) και ενοχές όμως. Τώρα δεν έχουμε. Καμία. Και σήμερα θα κανονίσουμε να την δούμε από κοντά. Ελπίζω από πολύ κοντά.

Θα σας ενημερώσω.

Υ.Γ 1 ...ο γερό Εζ έλεγε "κάνε τη δουλειά σου" αλλά γαμούσε κι αυτός. εγώ θαρρώ ότι μπορώ πάντα να δουλεύω αλλά δε μπορώ πάντα να γαμάω, κι έτσι επικεντρώνομαι στο γαμήσι και αφήνω τη δουλειά να βγαίνει όποτε μπορεί... Charles Bukowski ("Προβλήματα με τη γαμωδουλειά).

Υ.Γ 2 Προσεχώς το blog μετατρέπεται σε αυστηρώς ακατάλληλο για ανηλίκους.


Τρίτη, Ιουλίου 10, 2007

Her name would be "strawberry"

Τη γνώρισα ως μικρό και ανώριμο παπί στα δεκαπέντε της. Ήταν πολύ χαριτωμένη. Αλλά δεν τολμούσες να της το πείς. Ήταν λίγο παχουλούλα με πολύ πολύ ωραία μάγουλα και μεγάλα χοντρά γυαλιά. Πατομπούκαλα τα έλεγα εγώ τότε. Είχε διάφορα παρατσούκλια "γεράκι", "παπί" και άλλα που δεν θυμάμαι πια. Α, θυμήθηκα ένα "κρεμμύδι". Ξέρει αυτή γιατί!

Ξέρεις το σχολείο σε δένει, όπως και το πανεπιστήμιο, όπως και ο στρατός (αυτό το ανακάλυψα τελευταία). Κ σε δένει γιατί αφιερώνεις χρόνο στους ανθρώπους. Έχεις χρόνο για να αφιερώσεις. Μετά μεγαλώνεις και για κάποιο περίεργο λόγο ο χρόνος όλο και μικραίνει. Δηλαδή ο χρόνος και εσύ ακολουθείτε αντιστρόφως ανάλογη πορεία!

Μετά το σχολείο πήγε κ στο πανεπιστήμιο. Κ μορφώθηκε και καλλιεργήθηκε με τρόπο πολλαπλό. Και κοινωνικά, και επαγγελματικά και πολιτικά. Και μετά ξεκίνησε να δουλεύει. Και μάλλον απογοητεύτηκε. Και είπε να ξανασπουδάσει. Και τότε την έχασα από κοντά μου.

Με το που άνοιξε φτερά πέταξε. Και το πιο ωραίο είναι ότι εγώ το ήξερα ότι μπορούσε να πετάξει. Κ μάλιστα πολύ μακριά. Η ίδια νομίζω το ανακάλυψε στην πορεία και το ανακαλύπτει ακόμη.
Και έχτισε προσωπικότητα, και δρόμους επαγγελματικούς και συναισθήματα έζησε à fond που λένε και οι Γάλλοι. Και έγινε ένας ακόμη πιο γοητευτικός άνθρωπος. Και δυναμικός έγινε.
Τώρα θα μου πείς γιατί την περιγράφω; Ε, την περιγράφω για να τη δω και εγώ λίγο καλύτερα, πιο καθαρά. Γιατί τον τελευταίο καιρό της έχω θυμώσει λίγο. Χωρίς λόγο και με λόγο. Δηλαδή με κανένα λόγο. Νιώθω πως δεν είμαι πια προτεραιότητα στην "ελληνική" ζωή της. Κ αυτό με κάνει και ζηλεύω, αλλά επειδή είμαι ενήλικας και ξέρω ότι δεν έχω λόγο να ζηλεύω, θυμώνω. Και θυμώνω μάλλον με τον εαυτό μου που ζηλεύει χωρίς λόγο και δεν μπορεί να το πεί. Και δεν ξέρει τι να κάνει κι αυτός.
Θέλω όμως να ξέρει, αν και δεν θα της κάνω το χατήρι φέτος το καλοκαίρι να την επισκεφτώ, ότι την αγαπάω πάρα πολύ. Και τη σκέφτομαι ακόμη περισσότερο. Και μου λείπει. Δεν ξέρω πόσο μου λείπει.
Κ έχω μονάχα ένα πράγμα να της πω. Όλα τα κέρδισε μέχρι σήμερα με το σπαθί της και έρχονται ακόμη περισσότερα για να κερδίσει. Και θα τα κερδίσει με το σπαθί της. Αλλά, όταν και άμα μπορέσει, να χαλαρώσει λίγο και να αφήσει κάτω τη σπάθα των επιχειρημάτων της λογικής και να πιάσει το μεγάλο καρβέλι των συναισθημάτων. Και να το κόψει το καρβέλι με το χέρι και να το μοιράσει στον κόσμο της. Και θα δεί ένα θαύμα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια της. Το καρβέλι δεν τελειώνει. Παρά όλο μεγαλώνει.
Και το ξέρει νομίζω κι αυτό. Απλά εγώ θέλω να της πώ να το βάλει στόχο. Γιατί αν το βάλει; Φυλάξου κόσμε της. Θα πήξεις στο ψωμί!!!!

Υ.Γ. κ' αν ήταν φρούτο θα ήταν φράουλα...ή κάτι κόκκινο τέλος πάντων και γλυκό. Μην πω ντομάτα και παρεξηγηθώ...

Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2007

Δικαιολογίες (postmodernism)

Έχω χρησιμοποιήσει κάθε δυνατή και πιθανή δικαιολογία για να λείψω από τη δουλειά. Από γαστρεντερίτιδα, πεθαμένους και βαριά άρρωστους συγγενείς μέχρι συναισθηματικά προβλήματα, άτυχα και άστοχα ραντεβού καθώς και σκηνοθετημένα τηλεφωνήματα! Έχω επίσης χρησιμοποιήσει και την ειλικρίνεια της βαρεμάρας, της υπνηλίας. Φυσικά από τον σχεδιασμό δεν έχει λείψει και ο ωμός εκβιασμός.
Σήμερα όμως έμαθα ότι έχουμε προχωρήσει και περάσει σε ένα μεταμοντέρνο κόσμο όπου οι δικαιολογίες είναι τόσο ψεύτικες που σε κολλάνε στον τοίχο. Δε ξέρεις τι να πείς. Δε μπορείς να απαντήσεις. Σε κρατάει δέσμιο «το διφορούμενο», και φυσικά στα πλαίσια της αστικής (για να μην πώ μικροαστικής μας παιδείας ) «το κοινωνικά αποδεκτό».
Αύριο λοιπόν το μεσημέρι (γιατί τέτοια ώρα θα φτάσω στη δουλειά μου) και όταν με ρωτήσουν για την αργοπορία μου θα απαντήσω:
"Έπρεπε να ταΐσω το πουλί"!!!!!

Πέμπτη, Ιουνίου 28, 2007

ομιλείτε ελληνικά (;)

Στα πέριξ του ιστορικού κέντρου υπάρχουν πολλά πολλά γραφεία.

Σε πολλά από αυτά εργάζονται πυρετωδώς άνθρωποι για την ανάπτυξη αυτού του τόπου. Για τη μακροημέρευση και την ευημερία της χώρας και του έθνους.

Στo ίδιο γεωγραφικό μήκος και πλάτος όμως υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που έχουν ταχθεί στην παραγωγή και αναπαραγωγή του «γέλωτα».

Κάτι τέτοια ρεμάλια είμαστε και εμείς.

Με πλείστες όσες σπουδές αλλά κυρίως με μια ακατάληπτη δυνατότητα να μετατρέπουμε το οτιδήποτε σε «γέλιο», σε «κέφι» αστείρευτο. Κοινώς σε «τσίρκο».

Εμείς είμαστε Σύμβουλοι Επιχειρήσεων.

Και αν δεν ξέρετε γιατί πράγμα σας μιλάω μπορείτε να επισκεφτείτε την εξής ιστοσελίδα και να καταλάβετε πλήρως (http://anekdota.dyndns.org/jotd21/0564.html).

Στην επιχείρησή μας κατοικοεδρεύουν διάφορα φρούτα.

Κάποια ώριμα και κάποια άγουρα!

Τα καλύτερα όμως είναι αραδιασμένα στον πάγκο της Γραμματειακής Υποστήριξης.

3 τα «φρούτα»:

Α. Το ραπάνι ή αλλιώς το καυλοράπανο (Κ),

Β. Το ξερό δαμάσκηνο, το μόνο που σε κάνει είναι να θες να χέσεις (Ν),

Γ. Το Σύκο, χαζό και πλαδαρό (Ε).

Και το καλύτερο απ’όλα; Τα φρούτα ομιλούν άπταιστα την ελληνική. Σε αυτό ακριβώς το σημείο θα εμμείνω για να αναδείξω με παραδείγματα την καταπληκτική δουλειά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος!

Α. Το ραπάνι ή αλλιώς το καυλοράπανο ή (Κ)

1η μέρα στη δουλειά (27 Ιανουαρίου 2003)....

Ερώτηση Καυλοραπανίου (Κ) και απάντηση εμού του ιδίου (Π)

- Πώς έρχεσαι στην εταιρία? (Κ)

- Με το τρένο. (Π)

- Και βρίσκεις να κάτσεις. (Κ)

- Ναι αμέ, εσύ; (Π)

- Α, εγώ δεν κάθομαι ποτέ. Ποτέ δε ξέρεις ποιος είχε κάτσει πριν. Κανένας Αλβανός κανένα ΑΦΡΙΓΚΑΝΟΣ. (Κ)

Σντούπ, σιγή από τον (Π). Νόμιζα πως δεν άκουσα καλά. Αλλά ματαίως. Ματαίως.

2η μέρα στη δουλειά (28 Ιανουαρίου 2003)....

Καυλοράπανο εισέρχεται στο γραφείο μου και μου λέει:

«Αυτός ο χώρος ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΑ δε μου αρέσει καθόλου».

Σντούπ, σιγή από τον (Π). Νόμιζα πως δεν άκουσα καλά. Αλλά ματαίως. Ματαίως.

Δεν είχαμε όμως τελειώσει. Η συνέχεια ήταν που μας άφησε όλους άλαλους...

23 Φεβρουαρίου 2003: Τσικνοπέμπτη

Το γραφείο τσινίζει και έχουμε όλοι καθήσει γύρω γύρω από ένα μικρό γραφειακι στην άκρη του οποίου βρίσκονται τα φαγητά. Σουβλάκια, πίττες και λοιπά εδέσματα. Και ερωτά το Καυλοράπανο:

«Μπορώ να διευσδύσω;»

Σντούπ, σιγή από τον (Π). Νόμιζα πως δεν άκουσα καλά. Αλλά ματαίως. Ματαίως.

Ταυτόχρονα μοιράζονται συνωμοτικές ματιές με συναδέλφους στους οποίους δεν έχω (ακόμη) εκθέσει τα προηγούμενα περιστατικά.

Ήταν η αρχή του τέλους. Ακολούθησε καταιγισμός...

09/1/2004

(Κ) «Θα του τα πω ΕΥΘΕΩΣ και ΘΡΑΣΩΣ»

4/2/2004

(Κ) «Θα πιάσει τον άντρα μου ΤΑΡΤΑΡΑΙΟΣ πυρετός». Εμένα πάντως με έπιασε ήδη...

26/4/2004

(Κ) «Δεν το ακούει το τηλέφωνο (η Ν). ΑΜΝΗΣΙΑ έχει;»

28/4/2004

(Κ) «Πάω λίγο στο ΛΕΒΗΔΟΣΤΑΣΙΟ και έρχομαι

05/07/2004

(Κ) «Έχω κάποιες ΑΝΕΛΛΙΠΗΣ υποχρεώσεις»

20/07/2004

(Κ) «Εσείς που έχετε πείρα βρίσκεστε σε ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ στάδιο»

18/8/2004

(Κ) «Ήταν μια καθαρίστρια στην προηγούμενη δουλειά μου, σωστός ΚΕΝΤΑΔΡΟΣ»

26/08/2004

(Κ) «Ποιο ΟΔΥΝΗΡΟ πλάσμα το έκανε αυτό;», αναφερόμενη σε αυτόν που έφαγε το γιαούρτι της. Κλάψ

27/08/04

(Κ) «Συνέβη το ΑΚΑΘΕΚΑΣΤΟ»

08/10/2004

(Κ) «ΠΡΟΣΒΑΛΘΗΚΑ»

07/07/2005

(Κ) «τους πήγαν ΑΙΜΟΦΛΕΓΟΥΣ». Σνίφ


ΤΟ 2006 ΗΜΟΥΝ ΣΤΡΑΤΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΕΥΓΩ. ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΑΛΛΟ ΘΑ ΒΑΛΩ ΤΑ ΚΛΑΜΜΑΤΑ!!!!

Β. Το ξερό δαμάσκηνο, το μόνο που σε κάνει είναι να θες να χέσεις! ή (Ν)

28/4/2004

(Ν) «τα γράμματα τα έστειλα σε όλους του ΑΠΟΔΕΚΤΟΥΣ»

8/2/2005

Καλείται να τηλεφωνήσει στην Πορτογαλία σε φίλη εταιρία επονομαζόμενη CPINAL και ακολούθως να περάσει τη γραμμή στην συνάδελφο Α. και έχει την εξής ερώτηση:

(Ν) «Α., ποιόν θα ζητήσω τον ΚΥΡΙΟ ή την ΚΥΡΙΑ CPINAL

(Α) Σντούπ, σιγή από την (Α). Νόμιζε πως δεν άκουσε καλά. Αλλά ματαίως. Ματαίως.

24/03/2005

(Ν) «Θα ΠΑΡΕΛΑΖΟΥΝ και τα παιδιά του Νίκου;»


Γ. Το Σύκο, χαζό και πλαδαρό ή (Ε)

Μόλις μας ήρθε αλλά δεν άργησε να μας τα πει απ’ την καλή και την ανάποδη.


28/06/2007

Μιλάει η (Ε) στο συνάδελφο (ΝΚ) και του λέει αναφερόμενη στο χαρακτήρα της:

(Ε) «Είμαι πολύ ΝΕΥΡΑΛΓΙΚΟ άτομο».


Παραιτούμαι στις 27/7/2007.

Μήπως κάνω μαλακία;

Δευτέρα, Ιουνίου 25, 2007

Ακατάστατη σειρά πτωμάτων

Δεν έχω λόγια να περιγράψω αυτό που διαβάζω τον τελευταίο καιρό!
Πλοκή, ιστορία, διάλογοι και μια πόλη μαύρη και υγρή.
Έχω πολύ μα πολύ ενθουσιαστεί και το χρωστάω στην Κρότ.
Να πάτε να διαβάσετε. ΟΛΟΙ
http://serialkilling.blogspot.com/

Τρίτη, Ιουνίου 12, 2007

νιώθω τα γενέθλιά μου


Καλησπέρα.
Με λένε Παναγιώτη και είμαι 31 ετών.
Δηλαδή 31 ετών και 7 ωρών και 48 λεπτών!
Νιώθω λιγάκι μεγάλος αλλά και λιγάκι μικρός!
Το πιο ωραίο όμως που νιώθω είναι ψύχραιμος: με τα χρόνια μου, με την καράφλα μου, με τα σιδεράκια μου, με την καινούργια μου δουλειά, με τις αγωνίες μου, με τα θέλω μου, με τη φιλοδοξία μου, με τις στρατηγικές μου, με τη ματαιοδοξία μου, με τον αμοραλισμό μου, με τις κατακτήσεις μου, με το παρελθόν μου και με το παρόν μου!
Αδημονία νιώθω για το μέλλον μου. Το περιμένω να το πιάσω από τα κέρατα να του αλλάξω τον αδόξαστο!
Νιώθω πράγματα και καταλαβαίνω τι νιώθω, με νιώθεις?
Μεγάλη αλλαγή. Πολύ μεγάλη.
Κ' τα περνάω υπέροχα, σα να ζω τη ζωή μου για πρώτη φορά! Δεν είναι αστείο?
- "Σα να ζώ τη ζωή μου για πρώτη φορά".
Κ' έχω πολλούς να ευχαριστήσω για αυτήν μου την κατάσταση.
Και νομίζω πως θα είναι όλοι τους εκεί τη μέρα που θα σβήσω τα κεράκια!!!

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Για την Αμαλία


«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του»

(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)

«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδια, όχι ο κανόνας...»

(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις απανωτές επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι πάσχει από καρκίνο.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια και επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Πέρα από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.


Η Αμαλία, άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.

Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον όρκο που έδωσαν στον Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.

«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»


(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/ 1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του ΕΣΥ:


«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας»

Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:

  • ΝΑ ΠΑΡΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ
  • ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
  • ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ
  • ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.

  • ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ
  • ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
  • ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.

Τετάρτη, Μαΐου 23, 2007

Άσμα ασμάτων

Μια φορά κι έναν καιρό κάποιοι Σύμβουλοι ήταν χαρούμενοι! Απέκτησαν νερό. Κι όχι όποιο κι όποιο νερό, νερό κρύο και γάργαρο προερχόμενο απ'τα βουνά της Λεβεντομάνας και Λεβεντογένας Κρήτης. Απέκτησαν Ζαρό. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση να φέρεις νερό στο Σύνταγμα. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση να φέρεις ψύκτη στο Σύνταγμα. Η συνήθεια του ζεστού τους είχε στιγματίσει. Αλλά εκείνη την ημέρα όλα ήταν υπέροχα!

Κύλησε ένας χαρούμενος χρόνος με κρύο νερό, μέρα και νύχτα, χειμώνα και καλοκαίρι. Ώσπου μια μέρα του Μαγιού, μέρα αποφράδα και κακή ο Ζαρός μας μίλησε. Άνοιξε το στοματάκι του και δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Μας είπε με περισσό θράσος ότι δεν θα μας ξαναέφερνε νερό. Νερό, γιόκ. Δεν άντεχε άλλο η αθάνατη και αδάμαστη κρητική ψυχή δεν άντεξε τον αγενή κύριο που έβριζε το Ζαρό και το νερό του. Που κάθε φορά που ο Ζαρός μας έφερνε τις όμορφες, κρυστάλλινες μπουκάλες του αυτός τον έβριζε με λόγια ανύποτα. Τον πέταγε έξω. Ζητούσε να τον αναγγείλουν ως σε άλλη Μαρία Αντουανέτα. Ως εδώ μας είπε ο Ζαρός. Να πάτε αλλού. Μην ψάξετε μακρυά ο αγενής αυτός Κύριος δεν ήταν άλλος από τον Άρχοντά τους, τον Αφέντη τους, το Βασιλιά τους, την Κορώνα στο κεφάλι τους. Ήταν ο Γενικός τους Διευθυντής. Αυτός ο άνθρωπος αυτός, που έχει τα φρύδια τοξοτά, το μουστάκι τσιγκελωτό και την κλανιά έτοιμη. Αυτός!
Και οι Σύμβουλοι έπεσαν σε θλίψη και κατήφεια. Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, έλεγαν με τρόμο ως άλλος Χορός αρχαίας τραγωδίας. Ο πόνος τους ήταν μεγάλος και το έριξαν στο τραγούδι. Συνέγραψαν και παρουσιάζουν το άσμα των ασμάτων. Μια αφιέρωση στο Ζαρό! Να είσαι πάντα καλά Ζαρέ. Να μας θυμάσαι. Εμείς δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ...

«Ο Τελευταίος Ζαρός»

Στίχοι: Α, Α, Π
Μουσική: Νίκος Καρβέλας
Πρώτη εκτέλεση: Α, Α, Π

Κρύψε μια μπουκάλα στη γωνιά
κι άσε τον ιδρώτα στο κορμί να κυλά
σκέψου τότε πώπω φραπεδιές
είχαμε νερά και για μαχαιριές

Γέμισε το λίγο πιο πολύ
Κι άσε τον κοσμάκη στη δίψα να πνιγεί
Πως τα φέρνει έτσι η Bicoζωή
δεν θα ξαναπιούμε πια μαζί

Ρεφραιν:
Τον Ιούνη θα 'χουν όλα τελειώσει
πόσο γρήγορα τελειώνει ο Ζαρός
Ας το πίναμε αγκαλιά πριν τελειώσει
Το τελευταίο νερό
Το τελευταίο νερό (x2)

Είναι αδύνατον να το σκεφτώ
πως ζεστό για πάντα πρέπει να σε πιω
Ας μην τέλειωνες ποτέ Ζαρέ
ας πληρώναν κάτι μην ήσουν βερεσέ

Μη με κάνεις άλλο να διψώ
Θεε μου, πως θ' αντέξω το φραπέ ζεστό
βάλε μου παγάκια πιο πολλά
κάνε με να νιώσω τη δροσιά ξανά

Ρεφραιν:
Τον Ιούνη θα ' χουν όλα τελειώσει
πόσο γρήγορα τελειώνει ο Ζαρός
Ας το πίναμε αγκαλιά πριν τελειώσει
Το τελευταίο νερό
Το τελευταίο νερό (x2)

Πέμπτη, Μαΐου 10, 2007

4. «Κάτω απ’τη μαρκίζα»

Έβρεχε, έβρεχε τόσο που είμαι σίγουρος πως ότι συνέβει δεν το είδα πραγματικά. Ήταν η καταιγίδα που έφταιγε. Τα μάτια μου δεν είχαν δει τίποτα, στην πραγματικότητα τα είχε όλα διαισθανθεί η ψυχή μου.

Βγήκα τρέχοντας από το τρένο. Όχι δεν είχα φτάσει στη στάση μου. Όχι δεν είχα και πάλι καθυστερήσει να βγώ από το βαγόνι στο σωστό σταθμό. Απλώς έπρεπε να φύγω. Ήταν σα να είχε τελειώσει η εκδρομή μου πριν την ώρα της. Είχα κατεβεί σε λάθος στάση.

Και πάλι το λέω μήπως και το πιστέψω κι εγώ. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος για το τι ακριβώς συνέβη. Μια γυναίκα, νέα στην ηλικία - γύρω στα τριάντα, και ένας ηλικιωμένος κύριος, γύρω στα 75, σε δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες θέσεις ένιωσα ότι είχαν μια χημεία μεταξύ τους. Δε ξέρω τι κατάλαβαν εκείνοι και κάπως δε με ενδιαφέρει κιόλας. Εγώ αυτό που κατάλαβα ήταν τρομακτικό.

Αυτός ο άνθρωπος πονούσε και αυτή η γυναίκα τον βοηθούσε από την αντιδιαμετρικά αντίθετη θέση που καθόταν να δει τον πόνο του. Μια άγνωστη, μέσα στο τρένο Πειραιά – Κηφισιά, σε μια αντιδιαμετρικά αντίθετη θέση, μια οποιαδήποτε Κυριακή του Δεκεμβρίου, στην Αθήνα της Ελλάδας. Και μέσα σ’ όλο ετούτο το σκηνικό κάτι κύλησε από το χέρι αυτής της κοπέλας και χτύπησε το πόδι του γέρου. Κάτι που δεν εκτοξεύτηκε. Απλά κύλησε με σιγουριά προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε. Ένα νεράντζι. Ένα νεράντζι που μόνο του κουνιέται και λυγιέται μέσα στο τρένο Πειραιά – Κηφισιά, μια οποιαδήποτε Κυριακή του Δεκεμβρίου, στην Αθήνα της Ελλάδας.

Αυτή η σκηνή, η σκηνή δηλαδή που δύο ξένοι άνθρωποι βιώνουν μια τόσο κοντινή στιγμή μου ήταν τρομακτική.

Βγήκα με βιασύνη από το βαγόνι. Χρειαζόμουν να αναπνεύσω. Βγήκα και κοντοστάθηκα. Πήρα μια βαθιά, μια πολύ βαθιά ανάσα, έψαξα στις τσέπες του παλτού μου και πήρα τα τσιγάρα μου. Έβγαλα ένα και το άναψα. Έκλεισα τα μάτια και τράβηξα μια βαθιά, μια πολύ βαθιά τζούρα και ένιωσα τον καπνό να φθάνει μέχρι τα νύχια μου. Τη στιγμή ακριβώς που η πορεία του καπνού έφτανε στο τέλος της και τα νύχια μου αποκτούσαν ονειρικές γκρι αποχρώσεις, άνοιξα τα μάτια. Μπροστά μου σε απόσταση 30 εκατοστών βρισκόταν το νεράντζι. Ναι, ναι, ναι το νεράντζι. Το τρένο είχε μόλις φύγει και αναλογιστείτε το παράλογο της κατάστασης: αυτό το ίδιο νεράντζι που κύλησε μέχρι το πόδι του ηλικιωμένου κυρίου που απέκτησε στο ξαφνικό μια πολύ στενή σχέση με μια νεαρή κοπέλα στο τρένο Πειραιά – Κηφισιά στην Αθήνα της Ελλάδας είχε αφ’εαυτού του κυλήσει ξανά και είχε βρεθεί μπροστά μου. Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνονται αυτοί που βιώνουν θαύματα. Που βλέπουν παππάδες εκεί που δεν υπάρχουν, αιμάτινα δάκρυα πάνω σε θρησκευτικούς πίνακες του βυζαντινού μεσαίωνα.

Κοίταζα μπροστά σαν το βλάκα με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη μου και το στόμα μισάνοιχτο. Αυτό το νεράντζι έφταιγε για όλα αυτά που είχαν συμβεί εκεί μέσα. Για όλη αυτή την περίεργη, τη σχεδόν αποκρουστική σχέση του γέρου με την κοπέλα. Αυτό και τίποτε άλλο. Και τώρα στεκόταν μπροστά μου απειλητικά. Απειλητικά. Το ξαναλέω για να το πιστέψω. Α-πει-λη-τι-κά. Αν με άκουγαν οι φίλοι μου θα μου έριχναν εκείνη τη λοξή ματιά της αποδοκιμασίας και δε θα έλεγαν τίποτα. Αλλά εγώ θα ήξερα, χα, θα ήξερα.

Αυτή η ματιά, αυτή τους η σιωπή θα σήμαινε «πάλι, ρε συ, πάλι;». Ναι θα απαντούσα πάλι, αλλά αυτή τη φορά το ξέρω, στέκεται μπροστά μου απειλιτικά. Δε ξέρω τι θέλει. Ξέρω μονάχα πως με ακολούθησε γιατί κατάλαβε, πως εγώ κατάλαβα αυτό που δεν έπρεπε να καταλάβω.

Που είμαι; Κοιτάζω δεξιά κι αριστερά. Στο Ηράκλειο είμαι, το λέει η ταμπέλα. Και δεν είμαι μόνος. Εγώ παραμένω ακίνητος μπροστά του, με το τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη μου και αυτό να είναι εκεί ακόμη μπροστά μου. Και το πιο περίεργο απ’όλα. Σκύβω προς το μέρος του, δε το κάνω εγώ το ορκίζομαι. Αλλά σκύβω. Το χαχόλικο παλτό μου έχει ήδη ακουμπήσει στα βρεμένα πλακάκια της αποβάθρας και στέκομαι στις μύτες των ποδιών. Έχω διπλώσει τα χέρια στο στομάχι και το κοιτάω. Ταλαντεύομαι στις μύτες και τα χέρια μου κουνιούνται. Μόνα τους κουνιούνται.

Απλώνω τα χέρια προς τα μπρός με τις παλάμες μου να χωρίζονται η μια της άλλης μόνο από 5 εκατοστά. Τα δάχτυλα ανοιχτά και γερμένα προς το αδέλφι τους της άλλης παλάμης. Φτιάχνουν μια φωλίτσα και έτσι απαλά χωρίς να το θέλω το πιάνουν. Το νεράντζι. Το νεράντζι είναι τώρα στα χέρια μου και το κρατώ απαλά και σφιχτά σα φυλαχτό. Ο κόσμος περνάει δίπλα μου και με κοιτάζει. Εγώ είμαι εκεί ακόμη να στέκομαι στις μύτες σκυφτός και στις παλάμες μου να έχω ένα νεράντζι. Σηκώνομαι αργά, τα πόδια τεντώνουν, τα χέρια το σφίγγουν και εικόνες μπαίνουν ορμητικά μέσα στο μυαλό μου.

Αυτό φωνάζει, ουρλιάζει «όχι μη, όχι φοβάμαι», και κάτι άλλο είναι εκεί. Κάτι που μιλάει και λέει πράγματα δικά μου, που τα ξέρω και τα έχω ξανακούσει μα ποτέ, ποτέ δεν κάλυψαν τη φωνή του, αυτού που τώρα φωνάζει και ουρλιάζει. Και αυτή η δεύτερη φωνή τώρα μιλάει, μιλάει και δε σταματά. Βρήκε το κουράγιο να τα πεί, βρήκε τον τρόπο και δε σταματά. Σιγανά κι αργά στην αρχή και μετά γρήγορα και πιο δυνατά, πιο δυνατά, πιο δυνατά. Και δεν ακούω τίποτα άλλο παρά αυτή τη φωνή να μου λέει «ΕΓΩΙΣΤΗ» και δεν απαντώ. Το ξέρω πως έτσι είναι «ΕΓΩΙΣΤΗΣ». Εγωιστής από την αρχή μέχρι το τέλος και τίποτα άλλο.

Και το ουρλιαχτό, το πρώτο ουρλιαχρό έχει σωπάσει. Έχει λουφάξει στη γωνιά του κι ακούει κι αυτό. Δε μπορεί να κάνει αλλιώς, ακούει όπως κι εγώ. Και η άλλη φωνή συνεχίζει να μιλάει και χειρονομεί, ζητάει το χώρο της και φέρνει αρώματα, χρώματα, εικόνες στο μυαλό μου. Και ξέρω που το πάει. Με προετοιμάζει γιαυτό που δε θέλω να δώ χρόνια τώρα. Καταχονιασμένες εικόνες, αραχνογεμισμένες. Εικόνες από σέπια που τις άφησα να μουχλιάσουν – λέει η φωνή – αντί να τις βάλω πρώτη θέση μόστρα στη μεγάλη τους κορνίζα και να τις βλέπω κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Και να τις ξεσκονίζω και να τις γυαλίζω. Γιατί αυτές οι εικόνες είμαι εγώ.

Να ‘τες ήρθαν και σφίγγω τα δόντια αλλά θα μείνω εδώ για να τις δώ, σα ταινία. Θα τις δώ κι ας μη δώ τίποτα άλλο μετά.

Ένας άντρας, εγώ, σε ένα σπίτι μικρό κι όμορφο περιφέρεται μέσα σα να είναι δικό του. Ναι, δικό του είναι. Και τα ‘χει όλα. Και την κουζίνα του τη μικρή, την κίτρινη κουζίνα του με τα άσπρα γυαλιστερά ντουλάπια της από λαδομπογιά και το μαρμάρινο νεροχύτη της. Κι έχει κι ένα δωμάτιο αυτό το σπίτι. Με κρεβάτι και δύο κομοδίνα γεμάτα βιβλία. Και από ένα πορτατίφ σε κάθε ένα. Το κρεβάτι μεγάλο, με ουρανό και κρέμονται δυό άσπρα – κάτασπρα κουρτινάκια αραχνούφαντα. Και είναι ξέστρωτο. Χριστέ μου πόσο μ’αρέσει το ξέστρωτο κρεβάτι. Νιώθω πως γι’αυτό είναι φτιαγμένα τα σεντόνια και οι κουβέρτες, για να πετιούνται δεξιά κι αριστερά. Να είναι πεταμένα κάτω, να σέρνονται στο πάτωμα, να μαζεύουν τη σκόνη του. Κι αυτοί που τα ζεσταίνουν αυτά τα σεντόνια να την αναπνέουν τη σκόνη τους. Δική τους είναι.

Κι ένα σαλονάκι έχει τόσο δα. Με ένα ξύλινο καναπεδάκι που γίνεται κι αυτό κρεβάτι. Και τραπεζάκι έχει και καρέκλες και κηροπήγια και μπουφέ. Όλα τα έχει το σπιτάκι, όλα.

Κι ο άντρας κινείται περίεργα. Με βιάση, χωρίς θυμό. Κρατάει στο χέρι του πράγματα του σπιτιού. Ρούχα, βιβλία, το ένα κομοδίνο. Όλα στο ένα του χέρι. Και γυρίζει δεξιά κι αριστερά να τ’απογυμνώσει το σπιτάκι. Να τ’ αφήσει μισό. Να πάρει ότι χωράει στο ένα του χέρι και να φύγει.

Γυρίζει στην κουζίνα. Βλέπω μια γυναίκα, ίδια με το σπίτι. Μικρή, προσεγμένη, γλυκειά. Με μάτια μικρά, δόντια μικρά, μύτη μικρή, μαλλιά μαύρα, χείλια κόκκινα, μάτια κόκκινα, μάγουλα κόκκινα, μύτη κόκκινη. Τον βλέπει και το κεφάλι της το βάζει μέσα στα δυό της χέρια. Κι αυτό κάτι λέει. Κάτι παράταιρο. Αυτός είναι άσπρος κι αυτή κόκκινη. Τι έχουν να πουν μεταξύ τους, τίποτα. Και κρατάει το μισό σπιτάκι στο ένα του χέρι.

Κι αυτή σηκώνεται απότομα, και τώρα καταλαβαίνω τι το ήθελε ελεύθερο το άλλο χέρι. Για να τη σταματήσει. Να τη σταματήσει που θέλει να τον σταματήσει να μη γυμνώσει το μικρό της το σπίτι. Και κάτι λέει ακόμη, κάτι για τη λογική του και την αξιοπρέπειά του που δε μπορεί να τις παρακούσει. Μα τι λέει, τα μάτια της είναι κόκκινα κι αυτός είναι άσπρος. Γυρίζει την πλάτη και πίσω του αφήνει τη ξεγνοιασιά της εκδρομής, αφήνει πίσω του τη στάση τη σωστή. Κι ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω κρατώντας στο ένα του χέρι το μισό σπιτάκι. Και κάπου μπαίνει και κάπου βγαίνει και πάντα κρατά στο χέρι του τα πράγματά του. Ώσπου κάπου τ’αφήνει και φεύγει. Κλειδώνει την πόρτα πίσω του και φεύγει.

Όλα γίνονται θολά για λίγο. Όλα γίνονται γκρί, θολό γκρί. Σαν τα μάτια του. Και όταν καθαρίζουν πάλι μπροστά μου βλέπω μια μέρα σαν τη σημερινή. Φαίνεται σα φωτογραφία το τοπίο τούτο της βροχής. Ο άντρας τρέχει γιατί βρέχει. Είναι αδύνατος, πολύ αδύνατος και γύρω από τα ματιά του έχει από τρεις κάθετες χαρακιές. Ο χρόνος, είτε χαράζει, είτε λειαίνει.

Βρέχει πάντως, βρέχει κι αυτός τρέχει μ’ ένα παλτό χαχόλικο να κρέμεται από πάνω του και μια τσάντα πάνω απ’ το κεφάλι του να προστατεύει ότι μπορεί κι αυτή. Ψάχνει κάπου να κρυφτεί και δε βρίσκει. Τα κτίρια είναι ψηλά γύρω του και λεία. Δε τη σταματούν τη βροχή. Ψάχνει κάπου να κρυφτεί. Ένα σπίτι μόνο σ’όλο το δρόμο έχει μια παλιά μαρκίζα που κρέμμεται ξυλομένη και βρίσκει ένα απάγκιο να σταθεί. Στέκεται. Τινάζει το νερό από πάνω του και κοιτάει το ρολόι του. Δίπλα του υπάρχει κάποιος που τον κοιτάει. Νιώθει το κοίταγμά του και γυρίζει ανέμελα. Το πρόσωπό του άσπρο. Τα μάτια του γκρί. Ξέρει σε ποιόν ανήκει εκείνο το κόκκινο πρόσωπο. Και το πρόσωπο χαμογελά και κραδαίνει ένα τόσο δα μικρό χεράκι που μένει μετέωρο στον αέρα γιατί το δικό του χέρι δε σηκώνεται. Μένει κολλημένο στο πλευρό του. Εκείνη μαζεύει το δικό της με χάρη και κάνει να μιλήσει. Κάτι λέει, τον ρωτάει τι κάνει, που μένει, που κοιμάται και πως ζεί, κι αυτός μένει έτσι. Δε μιλά, βροντά μέσα του και το μυαλό του του λέει «σκάσε έχεις ήδη πεί πολλά». Ούτε να αντιτάξει την ευγένια δε μπορεί. Δεν απαντά. Μένει να κοιτά μ’αυτά τα γκρίζα μάτια που μοιάζουν να αντιγράφουν τη βροχή. Εκείνη κοιτά για λίγο σαστισμένη. Η βροχή έχει κι άλλο δυναμώσει. Το πρόσωπό της κοκκινίζει, τα μάτια κοκκινίζουν, τα χείλη κοκκινίζουν και τα δόντια φαίνονται άσπρα μέσα απο αυτό το κατακόκκινο μισάνοιχτο στόμα. Σάλιο τα καλύπτει και μια μικρή άσπρη γραμούλα του έχει κολήσει εκεί στην ένωση του πάνω με του κάτω χειλιού. Αυτή την άσπρη γραμμούλα που εκείνος ήξερε πολύ καλά τι να την κάνει. Μα την άφησε εκεί να την πλύνει η βροχή.

Εκείνη χωρίς βιάση έστριψε το σώμα αριστερά τον προσπέρασε ακουμπώντας απαλά το χέρι της στον ώμο του και έφυγε μέσα στη βροχή. Δεν περπατούσε γρήγορα, βάδιζε λες και κάτω από τον πιο λαμπρό ήλιο. Βάδιζε αργά κάτω απ’αυτή τη γκρίζα βροχή. Κι αυτός εκεί να έχει γυρίσει να τη δεί να απομακρύνεται αργά. Μόνη της. Και σκέφτηκε εκείνο το σπιτάκι που το γύμνωσε κρατώντας ότι μπόρεσε να βάλει στο ένα του χέρι. Δεν έκανε τίποτα. Έμεινε εκεί μέχρι να κωπάσει η βροχή. Έβαλε τη τσάντα πάνω απ’το κεφάλι κι έφυγε όπως ήρθε. Τρέχοντας μόνος, προσέχοντας μη πέσει νερό στο κεφάλι του, του προκαλεί ημικρανία.

Και να την πάλι η βροχή. Και να το πάλι το παλτό. Αυτό το χαχόλικο παλτό να κρύβει τη γύμνια μου. Με βλέπω τώρα καθαρά. Και στο χέρι μου κρατάω ένα νεράντζι και ο κόσμος να περνά και να με κοιτά. κι έχω πια καταλάβει. Το τρένο έφυγε και μου άφησε ένα πρώιμο χριστουγεννιάτικο δώρο. Ήρθε η ώρα. Έτσι ακίνητος με το ένα χέρι μου γεμάτο να κρατάω κάτι και το άλλο ελεύθερο για να σκαλίσω. Μπήκα, μετά από τόσο καιρό, στο μέρος εκείνο που άφησα τα μισά πράγματα του μικρού σπιτιού. Τα πράγματα που είχα και τότε κρατήσει στο ένα μου χέρι. Το άλλο το είχα ελεύθερο για να τη σταματήσω. Και ήταν όλα εκεί τα πράγματα μου εκεί. Ούτε σκόνη, ούτε σκόρος, ούτε μούχλα. Ήταν όλα εκεί.

Έπρεπε να τα δώ για μια ακόμη φορά. Να τα πιάσω, να τα μυρίσω, να τα ακούσω να βογκάνε από μοναξιά. Να τα γευτώ. Κι έπιασα δουλειά. Φασίνα. Σκούπα, φαράσι, σφουγγαρίστρα και πριν προλάβω ούτε κιχ να κάνω ήταν όλα αστραφτερά. Έλαμπαν. Σα βιτρίνα είναι πια αυτό το μέρος. Μια όμορφη αστραφτερή βιτρίνα. Γκρί, στρογγυλή βιτρίνα, με άσπρο ξέξασπρο να λάμπει γύρω της. Και πίσω της ένα αστραφτερό χαμόγελο. Καθρέφτης έγινε το μισό σπιτάκι και μέσα του βλέπω τα μάτια μου.

Έσκυψα ξανά. Το παλτό ακούμπησε και πάλι στα βρεμμένα πλακάκια της αποβάθρας. Ακούμπησα το νεράντζι εκεί ακριβώς που το είχα βρεί. Μου φάνηκε λιγάκι πιο πορτοκαλί. Γύρισα να φύγω. Τρέχω χωρίς να το καταλάβω και αισθάνομαι το πρόσωπό μου κόκκινο, το στόμα μου κόκκινο, τη μύτη μου κόκκινη. Τρέχω. Γυρίζω ξαφνικά το κεφάλι. Μια γυναίκα δίπλα του, μια γυναίκα στα μαύρα και οι ρυτίδες της να μοιάζουνε ποτάμια γύρω από τα μάτια της. Μια γυναίκα μέσα στο κλάμα, σκέφτηκα. Αυτά τα δάκρυα της φτιαξαν τα ποτάμια και χαράξανε τα μάτια της. Όμορφα μάτια, έχουνε δει και έχουνε δει... Το νεράτζι όλα θα τα δεί, είπα χαιρέκακα μέσα μου. Το κεφάλι και πάλι μπροστά. «Ευτυχώς», σκέφτομαι, «δε ξέρω όσα η καταιγίδα, μα έχω τόσα - τόσα για να σου πώ».

Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007

Το δέντρο που έδινε

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά....

και αγαπούσε ένα αγοράκι.

Και κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους.

Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.

Παίζανε και κρυφτό

Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.

Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά...

πάρα πολύ.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα πέρασαν τα χρόνια.

Και το αγόρι μεγάλωσε.

Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.

Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε:

«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου αποκάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο».

«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω ν’ αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»

«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα έχω εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί... και η μηλιά ήταν λυπημένη.

Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε:

«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο».

«Δεν έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να δίνει ζεστασιά», είιπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. «Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;»

«Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο».

Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε.

«Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις»

«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»

«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά...και να ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη...μα όχι πραγματικά.

Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.

«Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω... Δεν έχω μήλα».

«Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι.

«Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια...»

«Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι.

«Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις...»

«Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι.

«Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι... μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι...»

«Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».

«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».

Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

"Το δέντρο που έδινε", ΣΕΛ ΣΙΛΒΕΡΣΤΑΪΝ. Εκδόσεις "ΔΩΡΙΚΟΣ", Μετάφραση: ΧΑΪΔΩ ΣΚΑΠΕΤΖΗ

Πέμπτη, Απριλίου 12, 2007

Δίλημμα

Η Ανάσταση έγινε, το αρνί ψήθηκε, το κοκορέτσι φαγώθηκε, το Πάσχα πέρασε! Είδα ένα όνειρο το Σάββατο του Λαζάρου. Σημαδιακό νομίζω. Έτσι τα πέρασα, όπως στο όνειρο.
Μόνο τα χέρια μου είδα. Δεν θυμάμαι άλλο τίποτα. Κ' τα δάχτυλά μου είδα. Όλα κομμένα ήταν. Κάθετα. Χωρίς αίμα. Χωρίς πόνο. Έτσι κομμένα στα δύο. Δυό κομμάτια κρέας το κάθε δάχτυλο, το ένα αριστερά, το άλλο δεξιά να κρέμονται.
Ένα δίλημμα το Πάσχα αυτό. Να πάω, να μην πάω. Να βρίσω, να μη βρίσω. Να τηλεφωνήσω να μην τηλεφωνήσω. Να κάτσω, ή να φύγω. Κουράστηκα.
Τουλάχιστον είχε ήλιο...

Γύρισε...

Ουφ, τι ανακούφιση!

Σάββατο, Μαρτίου 31, 2007

Allmylife, που είσαι?

WordPress.com

The authors have deleted this blog. The content is no longer available.

You can create your own free blog on WordPress.com.

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Ωδή στην κλανιά της Κωλόγριας

Μια ηλιόλουστη μέρα σε ευυπόληπτη Εταιρία Συμβούλων Επιχειρήσεων του Κέντρου των Αθηνών, 3 Σύμβουλοι Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων κάνουν τη δουλειά τους. Το γραφείο τους βρίσκεται έναντι διαδρόμου, στον οποίο διάδρομο βρίσκεται παράθυρο φωταγωγού, ο οποίος φωταγωγός ρίχνει άπλετο φως και φυσικά καθαρό αέρα και στις 2 τουαλέτες της Εταιρίας (βλ. Σχήμα 1): 1 γαλάζια για τα αγοράκια και 1 ροζ για τα κοριτσάκια.

Η μέρα κυλά ανέμελα όταν από το παράθυρο της τουαλέτας, συνεπώς από το παράθυρο του φωταγωγού και την πόρτα του διαδρόμου ακούγεται χαρακτηριστικός και λίαν ανακουφιστικός ήχος πορδής, αμέσως πριν τη στιγμή που μεγάλη καφέ σκατούλα εισέλθει στο νεράκι της χέστρας. Πάγος στο ακροατήριο για 4 δευτερόλεπτα. Και μετά. ΓΕΛΙΟ. Πολύ γέλιο. Η μια εκ των συναδέλφων (Συνάδελφος Α) όμως βρίσκεται σε περίοπτη θέση παρακολούθησης του διαδρόμου και ανακαλύπτει με γουρλωμένα μάτια και πνιγμό ότι ο προ ολίγο εβρισκόμενος στη γαλάζια τουαλέτα δεν ήταν άλλος από το Γενικό Διευθυντή (Γ.Δ) μας, το καμάρι μας το εκ Βορείου Αιγαίου ορμώμενο, και ο οποίος καμαρωτός καμαρωτός περιδιαβάζει τα τελευταία βήματα του διαδρόμου προτού εισέλθει στο άδυτό μας και αναφωνήσει χτυπώντας τα χέρια στην κοιλιά του:

- «Καλά φάγαμε και σήμερα!»

Ευτυχώς έφυγε γρήγορα γιατί η συνάδελφος που βρίσκεται σε περίοπτη θέση παρακολούθησης του διαδρόμου έχει αρχίσει και γλιστράει στην καρέκλα της για να μπορέσει να γελάσει με μεγαλύτερη ησυχία! Φεύγοντας ο Γ.Δ πήρε και την τσίπα μας διότι από εκείνη τη στιγμή αρχίζουμε ένα ατελείωτο σερί γέλωτος (κλαυσίγελος ονομάζεται στα Συμβουλευτικά) αλλά και ανεπανάληπτων ατακών του τύπου:

- «είσαι πρωτοΚΛΑΣΑΤΟ στέλεχος»,

- «πιάσε μου το ΚΛΑΣΕΡ»,

Γελάμε, γελάμε, γελάμε μέχρι δακρύων και λέμε διάφορα έξυπνα ώσπου αγαπητός, και ανενημέρωτος επί του συμβάντος, συνάδελφος εισέρχεται στο γραφείο μας και βλέποντας την κατάσταση που επικρατεί μας λέει χαμογελώντας:

- «Πάλι στο ΚΛΑΝΟγελο το ρίξαμε;»

Κυριακή, Μαρτίου 25, 2007

Στην επόμενη ζωή μου


Στην επόμενη ζωή μου θα ήθελα:
1. να γεννηθώ ψηλός,
2. να γεννηθώ ξανθός,
3. να γεννηθώ με γαλανά μάτια,
4. να γεννηθώ με τεράστιους δικέφαλους και φέτες κοιλιακούς,
5. να γεννηθώ με IQ 192,
6. να γεννηθώ αρχιτέκτονας και να μένω εδώ--------->
7. να γεννηθώ γενναίος!

Υ.Γ Έχω να πάρω ένα τηλέφωνο αύριο και μου έχει πάει το σκατό στην κάλτσα!!!!!!!!!!!!!!!!

Σάββατο, Μαρτίου 24, 2007

0

Πάντα ερωτεύεσαι το είδωλό σου στον καθρέφτη. Την αντίθεσή σου. Το δεξί χέρι σου που είναι το αριστερό του. Το βαρύ ματοτσίνορο σου που όταν το κλείνεις, παιχνιδιάρικα αυτός σου κλείνει το άλλο. Το αντίθετο. Η φυσική το έχει ανάγει σε νόμο «τα ετερώνυμα έλκονται». Η ζωή το έχει κάνει αξίωμα. Μπορείς να το εξηγήσεις. Όχι. Μπορείς να το συνειδητοποιήσεις. Όχι.

Ερωτεύτηκα. Ένα βράδυ. Εκεί που τα φώτα είναι χαμηλά και η ατμόσφαιρα μουντή. Θολή. Εκεί που οι κόρες διαστέλλονται, τα ακροδάχτυλα μουδιάζουν και η μουσική σου τρυπάει το μυαλό. Χόρευε. Μόνη της. Το σώμα να κοιτάζει χαμηλά. Τα μάτια ψηλά και σταγόνες αλατόνερο να κατρακυλούν στο δέρμα το αλαβάστρινο. Το άσπρο, το ολόλευκο. Κόκκινα τα μαλλιά, φλόγες. Μαύρα τα μάτια. Άβυσσος. Δεν είχε χώρο κι όμως έβρισκε όσο ακριβώς χρειαζόταν. Ούτε σπιθαμή παραπάνω δε χρειαζόταν. Τόσο μόνο. Έχανα όλες μου τις αισθήσεις. Τα χέρια βαριά, τα πόδια ελαφριά, οσμή άοσμη, ήχος κανένας, γεύση ουδέτερη. Έβλεπα, μόνο έβλεπα. Ένα κορμί, σε αργή κίνηση. Ξέρεις δε μπορώ να χορέψω. Δε μπορώ να χορέψω στο φυσικό κόσμο, γιατί στη φαντασία μου τα κάνω όλα. Λικνίζομαι ασταμάτητα, πετάω στις πίστες. Αυτό που έβλεπα ήταν αυτό που πάντα έκανα. Με το μυαλό μου. Εκεί μπροστά μου. Και δεν ήμουν ο μόνος που σε κοιτούσα. Όλοι μας. Ζήλεψα. Πέθανα. Έμπηξα ένα μαχαίρι και το κάρφωσα στην κοιλιά μου. Για λίγες στιγμές πήρα το βλέμμα μου από πάνω σου. Κοίταξα αλλού. Και τους είδα όλους, εσένα να βλέπουν και τίποτα άλλο. Μέσα σε αυτή τη θολή ατμόσφαιρα, τη μουντή. Θα τους σκοτώσω, είπα. Ή θα σε σκοτώσω. Άναψα τσιγάρο. Στα ψαχτά το βρήκα. Προχώρησα ένα βήμα. Εσύ εκεί. Μπροστά μου. Παραμέριζαν στο πέρασμα μου, σκέφτηκα. Τι βλάκας. Απλά αυτός ήταν ο δρόμος μου. Κανένας άλλος. Είχα βγάλει το ξίφος μου και το κράδαινα μπροστά τους. Ας τολμούσαν. Ένα βήμα τη φορά. Χίλιες σκέψεις στο δευτερόλεπτο. Οι σταγόνες του κορμιού σου, εκεί. Να τις βλέπω. Και η γεύση επιστρέφει. Νιώθω τη ζέστη τους. Αγγίζω το αλάτι τους. Μια αλυκή ολόκληρη το στόμα μου. Και θέλω να σκύψω να φιλήσω το άνοιγμα αυτό ανάμεσα στις κλείδες σου. Αυτό το βαθούλομα στη βάση του λαιμού σου. Μια θάλασσα μαζεμένη. Να απλώσω χίλια νεύρα πάνω του. Ένα βήμα. Ήμουν κοντά. Με πιάσαν οι μυρωδιές σου. Γλυκειές, καραμελένιες. Σκληρές. Σκέψου το μοσχοκάρυδο. Λίγο και είναι νοστιμιά. Πολύ και είναι δηλητήριο. Ένα βήμα. Το αλάτι σου με έχει τυλίξει και η οσμή σου. Και με κρατάνε γερά. Δέσμιο. Τα χέρια μου πονάνε, τα πόδια μου τρέμουν. ΣΕ ΘΕΛΩ. Ένα βήμα είσαι μακρυά. Απλώνω το χέρι. Φοβάμαι. Φοβάμαι τη δύναμή μου. Σου πιάνω το μπράτσο και ηλεκτρίζομαι. Το αλάτι κυλάει επάνω μου. Πέπλο η μυρωδιά σου έχει καλύψει τα πάντα μου. Γυρίζεις απότομα. Ποιός τολμάει και διακόπτει την ιεροτελεστία σου. Με κοιτάς και πέφτω χαμηλά στα γόνατα να μη με ρίξεις στο σκοτάδι σου. Ένα έχω να σου πώ και σε ερωτεύομαι. «Μην πουλάς το κορμί σου στις νύχτες».

Κυριακή, Μαρτίου 18, 2007

ΣΠΟΥΔΗ ΣΕ ΠΕΝΤΕ (5) ΛΕΞΕΙΣ

Α. ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΔΕ ΒΡΙΣΚΩ ΠΟΥΘΕΝΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ. ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΠΟΥ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ΤΟ ΠΡΩΙ ΚΑΙ ΠΕΦΤΕΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΓΥΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΙΑΝ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗ ΑΙΩΝΙΑ ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗ ΤΟΥ, ΟΥΤΕ ΣΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΠΟΥ ΨΕΛΝΟΥΝ ΓΙΑ ΠΟΡΕΙΕΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΑΔΥΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, ΟΥΤΕ ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΛΙΓΡΑΜΜΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΙΖΟΥΝ ΤΟ ΙΔΙΟ Κ ΑΠΑΡΑΛΛΑΧΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΟΥ, ΟΥΤΕ ΣΤΑ ΒΡΩΜΟΠΟΥΤΑΝΑ ΠΟΥ ΓΥΡΝΑΝΕ ΣΤΑ ΜΠΑΡ ΓΥΡΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΠΟΜΕΝΟ ΜΑΛΑΚΑ ΙΠΠΟΤΗ, ΠΟΥ ΨΑΧΝΕΙ ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΑ ΤΗ ΔΕΣΠΟΣΥΝΗ ΤΟΥ, ΝΑ ΤΟΥΣ ΧΑΡΙΣΕΙ ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΣΦΗΝΑΚΙ, ΟΥΤΕ ΣΤΙΣ ΜΑΝΑΔΕΣ-ΤΣΑΤΣΑΔΕΣ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΑΜΗΝ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΟΥΝ ΜΕ ΑΓΑΛΛΙΑΣΗ ΧΑΙΡΕ ΝΥΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΗ, ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ «ΣΥΝΕΤΑΙΡΟ» ΜΟΥ ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΟΥ ΩΣ ΑΛΛΩΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ ΦΩΝΑΖΕΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ ΚΑΙ ΔΙΑΡΡΗΓΝΥΕΙ ΤΑ ΙΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΚΑΝΩ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΚΡΟ ΛΑΘΟΣ. ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ. ΑΚΟΥΣ;

Β. ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ, ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΥΤΗ ΜΕΡΑ. ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΓΩ ΓΑΜΠΡΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΝΥΦΗ ΘΑ ΑΝΕΒΟΥΜΕ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΑ ΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟ ΕΓΡΑΨΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ: ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ 18 ΜΑΡΤΙΟΥ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΕΤΟΥΣ 2007 Ο Γ.Κ ΚΑΙ Η Χ.Δ ΝΥΜΦΕΥΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΩΡΑΝ ΕΝΑΤΗ ΒΡΑΔΥΝΗ. ΘΑ ΣΤΕΚΟΜΑΙ ΑΓΑΛΜΑ ΣΩΣΤΟ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΘΑ ΦΙΛΗΣΕΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΜΑΓΟΥΛΟ ΚΑΙ ΘΑ ΑΝΕΒΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΑ ΣΚΑΛΙΑ. ΤΟΤΕ Ο ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ, Ο ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ ΣΤΗΝ ‘ΨΗΣΤΑΡΙΑ – ΚΟΣΜΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ ΜΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ’ ΘΑ ΣΚΥΨΕΙ ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΚΑΙ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙ: «Ή ΤΩΡΑ Ή ΠΟΤΕ». ΤΩΡΑ...

Γ. ΑΝ ΔΥΝΑΣΑΙ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗ ΒΛΕΠΕΙΣ ΠΑΝΤΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΕΡΩΤΑΣ Η ΖΩΗ: Η ΑΝΑΤΟΛΗ, ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΚΑΙ ΟΛΟ ΠΙΟ ΨΗΛΑ ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΑ ΜΠΑΛΟΝΙ ΠΑΡΑΓΕΜΙΣΜΕΝΟ. ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟ ΠΑΛΑΜΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟ, ΑΓΑΛΜΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ. ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΙΔΗΣΗ: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ, Η ΕΙΡΗΝΗ ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ, Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΟΕΛΑΥΝΕΙ. Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ, ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΠΟ ΠΕΠΟΙΘΗΣΗ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΝΑ ΤΟΝ ΣΥΜΠΟΝΕΣΕΙ. Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ, ΣΥΝΟΔΥΠΟΡΟΣ, ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ. ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΕΜΠΡΟΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΚΟΙΤΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ. «ΕΛΑ», ΣΟΥ ΟΡΜΗΝΕΥΕΙ. ΑΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΑ ΝΑ ΤΕΙΝΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΑΛΑ ΜΠΡΑΤΣΕΤΑ ΘΑ ΣΕ ΠΙΑΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΣΤΡΟΒΙΛΗΣΕΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΑ Σ’ΑΦΗΣΕΙ. ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ.

Δ. ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΔΙΑΘΕΣΗ ΝΑ ΠΑΩ ΠΟΥΘΕΝΑ. ΗΜΟΥΝ ΚΛΕΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΜΕ ΜΙΑ ΣΤΙΒΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΚΑΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΔΕΗΣΕ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙ Ο ΚΥΡ. ΗΛΙΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ. ΟΥΤΕ ΜΑΓΕΙΡΕΨΑ, ΟΥΤΕ ΕΠΛΥΝΑ, ΟΥΤΕ ΕΣΤΡΩΣΑ ΚΡΕΒΒΑΤΙΑ. ΟΥΤΕ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΑΠΑΝΤΟΥΣΑ. ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΟΝΑΧΑ. ΗΤΑΝ Η ΝΥΦΗ ΜΟΥ. ΕΓΩ ΣΤΟ ΣΗΡΙΑΛ «ΟΙ ΕΠΤΑ ΘΑΝΑΣΙΜΕΣ ΠΕΘΕΡΕΣ» ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΚΑΛΙΣΤΑ ΝΑ ΟΝΟΜΑΣΤΩ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣΩ ΣΤΟ 73Ο ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΩΣ «Η ΑΔΙΑΦΟΡΗ ΠΕΘΕΡΑ». ΕΚΛΑΙΓΕ ΑΥΤΗ. ΚΑΤΙ ΨΕΛΛΙΖΕ ΜΑ ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ. ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ. ΠΕΘΑΝΕ ΜΟΥ ΕΙΠΕ. ΠΟΙΟΣ ΠΕΘΑΝΕ ΤΗΣ ΕΙΠΑ. ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΜΟΥ, ΜΟΥ ΕΙΠΕ. ΚΑΛΥΤΕΡΑ, ΤΗΣ ΕΙΠΑ, ΕΙΜΑΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΑ ΣΟΥ. ΤΟ ΕΚΛΕΙΣΑ. ΕΙΧΑ ΜΟΛΙΣ ΑΝΟΙΞΕΙ ΜΙΑ ΣΑΚΟΥΛΑ ΠΑΤΑΤΑΚΙΑ...

Ε.

ΗΛΙΟΣ = «ο φίλος της νεότητάς σου είναι ο μόνος φίλος που θα αποκτήσεις ποτέ.

ΝΥΦΗ = Γιατί δε σε βλέπει πραγματικά. Έχει στο μυαλό του ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει πια. Και λέει ένα όνομα «Σπάικ, Μπάκ, Ρέντ, Ράστι, Τζάκ» που ανήκει στο πρόσωπο που δεν υπάρχει πια.

ΑΓΑΛΜΑ = Είναι ακόμη ο νεαρός ιδεαλιστής που ήσουν κάποτε κι εσύ. Βλέπει ακόμη το καλό και το κακό, το άσπρο και το μαύρο, τους αμαρτωλούς και τους αγίους αλλά ποτέ κ τα δύο μαζί. Και νιώθει ανώτερος γιατί γνωρίζει ότι εσύ δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις πλέον.

ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ = Αυτό σε κάνει να θέλεις να χώσεις πιο βαθιά το μαχαίρι.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ = Γιατί υπάρχει σνομπισμός στην αποτυχία όπως το χαμόγελο στο στόμα του μπεκρή *

* ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΤΑ ΛΕΕΙ Ο JUDE LAW ΣΤΟ all the king’s men.

Υ.Γ1 ΚΡΟΤΚΑΚΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
Υ.Γ2 ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΘΑ ΠΑΙΞΟΥΝ ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΕΙΝΑΙ:
ΣΝΟΜΠΙΣΜΟΣ, ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ, ΙΔΕΑΛΙΣΤΗΣ, ΞΕΧΩΡΙΖΩ Κ' ΜΑΧΑΙΡΙ
Υ.Γ3 ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΠΟΛΥ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΤΗ ΣΠΟΥΔΗ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ 5 ΑΥΤΕΣ ΛΕΞΟΥΛΕΣ ΕΙΝΑΙ: ΨΕΥΤΡΑ, VTSIB, ΚΩΛΟΓΡΙΑ, SOFOGREG, ΣΤΕΦΥ


Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007

7

Κροτκίου θέλοντος ιδού οι 7:
1. Pretty Woman, γιατί τα όνειρα αλά αμερικάνα, απλοικά και στη φύση τους και στην εκπλήρωσή τους, είναι τόσο μα τόσο καθησυχαστικά (ναι και για τις συνειδήσεις!). Υ.Γ Καθώς και άλλες αμερικανιές του είδους π.χ 28 Ημέρες, Μια βραδιά στο Νότινγκ Χίλ κτλ.
2. Ο Καιρός Των Τσιγγάνων, για τη μουσική, για τους τσιγγάνους (που στην πραγματικότητα τρέμω), για τα Βαλκάνια ρε γαμώτο!
3. Blade Runner, για τη μουσική, τη φωτογραφία κ το θέμα που όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο επίκαιρο μου μοιάζει. Για την Daryl Hannah δε θα πώ τίποτα παρά ότι αποτελεί ένα από τα asset της ταινίας!!!
4. Η τελευταία έξοδος της Ρίτα Χέϊγουορθ, έτσι απλά!
5. Chocolat γιατί κάθε φορά που το βλέπω περνάω και καλύτερα. Και λιώνω όταν λιώνει η σοκολάτα και όταν της προστίθεται κόκκινο καυτερό πιπέρι. Για μια δοκιμή αυτού του ροφήματος σας παραπέμπω στο Petite Fleur, Ομήρου (μεταξύ Σόλωνος και Σκουφά) και Χαλάνδρι (δίπλα στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου).
6. Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών, όχι για την ταινία την ίδια αλλά για το έπος που προσπαθεί να μεταμορφώσει σε εικόνα!!! Καμιά ταινία όσο προικισμένος ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί ή τα εφέ δε μπορεί να καλύψει τη φαντασία του Συγγραφέα και τις εικόνες που γεννά στον καθένα μας. Μη ξεχνάμε βέβαια την Cate Blanchett ως Galadriel!
7. Ο σοφέρ της Κυρίας Νταϊζυ, για τη Jessica Tandy (αυτήν που έπαιξε πρώτη την Blanche DuBois !!!!!!!!!!!!!!!!!!)

Πολλά έχω αφήσει έξω και πολύ λυπάμαι αλλά τι να πείς αυτά είναι τα επακόλουθα των επιλογών!!!!

Δευτέρα, Μαρτίου 05, 2007

Οι ζωές των άλλων (Das leben der anderen)

Η δημοκρατία συγχωρεί την απάθεια, η δικτατορία απαιτεί τη συμμετοχή

Υ.Γ Για μια λιγότερο "τσιτάτη" και περισσότερο αναλυτική παρουσίαση εδώ

Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2007

3. Μετά το Πάρτι

Ξύπνησα τη στιγμή ακριβώς που ένα τεράστιος μελαχρινός τύπος, με μια κακομούτσουνη ξανθιά με ύφος εκατό καρδιναλίων και μούσκλια να κρέμονται από τα μπράτσα του, έπαιζε αναίσχυντα 100 ευρώ πάνω στον κώλο μου. Το κεφάλι μου πονούσε φριχτά, αλλά ευτυχώς δε μπορώ να πω το ίδιο και για τον κώλο μου!

Αριστερά μου ήταν εκείνη... Ξέρεις πως λέει το τραγούδι για κείνη έτσι; Με το δέρμα της στο χρώμα του ελεφαντοστού, γυμνή με το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι το άλλο αφημένο, σχεδόν αναίσθητο πάνω στη πλάτη μου. Τα μαλλιά της, αυτά τα μαλλιά θα στοιχειώνουν τις μέρες μου το ξέρω, κοντοκουρεμένα αλλά κρατώντας ακόμη λίγη από την αίγλη τους ήταν τα μόνα που έβλεπα από το κεφάλι της.

Τα δύο κτήνη, μάλλον και άλλα κτήνη μαζί τους είχαν ποντάρει και στο δικό της κωλαράκι άλλα εκατό. Τη στο διάολο ρε πούστη μου, σκέφτηκα, για τον ιππόδρομο περάσανε τους κώλους μας.

Σηκώθηκα χωρίς να κοιτάξω κανένα, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και τρέκλισα ανεπαίσθητα προσπαθώντας να σηκωθώ. Έψαχνα τα ρούχα μου. Τουλάχιστον ένα βρακί, ένα σεντόνι να σκεπαστώ. Δε βρήκα τίποτα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Έπρεπε να σηκωθώ γιατί αυτός και αυτή με κοιτούσαν ακόμη πολύ έντονα, χαμογελώντας πλατιά αλλά κρατώντας μια σιωπή που με έκανε να αισθάνομαι χειρότερα από ποτέ!!! Εκείνη δεν είχε καταλάβει τίποτα. Στεκόταν ακόμη στην ίδια στάση με τα γελοία πράσινα χαρτονομίσματα στο γλουτό της να γυαλίζουν. Να γυαλίζουν, ειλικρινά με τρόπο αηδιαστικό! Αυτά τα χρήματα είχαν άξαφνα φτηνύνει ότι ήταν αυτό που ζήσαμε παρέα και εγώ δε θυμόμουν. Ήταν αδύνατο να θυμηθώ. Αυτά τα λεφτά είχαν χαλάσει τα πάντα. Είχαν κάνει το χρόνο ξαφνικά να κυλήσει απίστευτα γρήγορα. Σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω πανικοβλημένος στο σπίτι.

Διάδρομος μια κάλτσα, ευθεία - στρίβω δεξιά μπάνιο, δεύτερη κάλτσα και εσώρουχο. Είχα μόλις βρει τα απαραίτητα. Πίσω ευθεία και αριστερά. Δωμάτιο μπλούζα και παπούτσια. Άδικο, αυτό είναι άδικο, έπρεπε να βρω πρώτα το παντελόνι πριν με φάνε τα φαντάσματα σ’αυτό το περίεργο βιντεοπαιχνίδι. Πάλι πίσω και τρέχω προς την κουζίνα. Δίπλα στη πόρτα της πάλι αυτός και αυτή να με κοιτούν. Το χαμόγελο τους έχει χαθεί... Ευτυχώς. Συνεχίζω τη κούρσα μου και ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ βρίσκω ένα παντελόνι. Το φοράω, δένω τα παπούτσια. Το δεξί μου πόδι ασφυκτιά, το αριστερό το νιώθω καλύτερα.

Το τρέξιμο μέσα σ’ αυτό το σπίτι, που όσο περνούσε η ώρα μου φαινόταν ολοένα και πιο κρύο, απέβη άκαρπο. Δεν υπήρχαν σημάδια. Δεν υπήρχαν σημάδια που να μου έδειχναν ότι θα μπορούσα να έχω υπάρξει κάτοικός του. Έχοντας βρει τα ρούχα μου κατευθύνθηκα με κεκαλυμμένα τα κόμπλεξ προς την πόρτα του σπιτιού. Μια τόσο κοινή πόρτα σε ένα τόσο κοινό διαμέρισμα. Κοντοστάθηκα μπροστά της και το χαμόγελό εκείνης φάνηκε να ζωγραφίζεται επάνω στο άσπρο βαμμένο της ξύλο. Ναι το χαμόγελο εκείνης που στεκόταν, ζεστή ακόμη, με το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι στο διπλανό δωμάτιο. Εκείνης που στον κώλο της επάνω ο μαυριδερός και η ηλίθια ξανθιά φίλη του με τα μαύρα ρούχα και τα κάτωχρα πρόσωπα πόνταραν ασήμαντα μικροποσά. Ποια ήταν, γιατί ήταν εδώ και εγώ μαζί της, γιατί; Ένα τσίμπημα, εκεί ψηλά αριστερά στο στέρνο. Ένα τόσο δα τσίμπημα και το χέρι μου άνοιξε την πόρτα.

Ξεχύθηκα στο μικρό διάδρομο του 4ου ορόφου. Το ασανσέρ μπροστά μου και έτοιμο να με κατεβάσει. Να φύγω, να φύγω ήθελα και να στριγκλίσω μέχρι που οι χορδές μου να σπάσουν με πάταγο. Έπρεπε να φύγω, όπως ήμουν. Και μπήκα μέσα στο μικρό κουβούκλιο των 2 ατόμων. Και με κατέβασε χαμηλά. Και βγήκα στο δρόμο και άρχισα να τρέχω.

Ο δρόμος. Πάντα ο δρόμος να είναι μπροστά μου και τα αυτοκίνητα παρκαρισμένα και....πάλι εκείνη να χαμογελά, μέσα απ’ τα τζάμια. Και πάλι εκείνη να βάζει το στεφανωμένο από κόκκινα μαλλιά κεφάλι της μέσα στα δυο της χέρια που ακουμπούσαν στα γόνατα και να κλαίει. Αυτά τα δύο έβλεπα μπροστά μου. Τα διάφορα κλάματα και γέλια, σα μιας ολόκληρης ζωής, να ξεπροβάλουν από παντού. Μέσα από καθρέφτες, μέσα από σπίτια, μέσα από παράθυρα και πόρτες!!!

Οι πόρτες, οι πόρτες που όπως και να ήταν έφεραν πάνω τους τη μορφή της. Τη μια με βαριά κόκκινα ρούχα, με γάντια και σκούφους. Την άλλη με άσπρα αραχνοΰφαντα. Μια μορφή που έπαιρνε συνεχώς καινούργιο σχήμα. Πιο πυκνό. Πιο στιλπνό. Λιγότερο σκιά και περισσότερο χώμα και νερό. Και εγώ να τρέχω, χωρίς να νιώθω τα πόδια μου να ακουμπάνε πουθενά, χωρίς να νιώθω την αναπνοή μου να ζορίζεται. Να τρέχω χωρίς σκοπό, αλλά να οδηγούμαι κάπου. Και η μορφή της παντού. Να αλλάζει το χαμόγελο, μα είμαι σίγουρος, πως ο ήχος του γέλιου της έμενε ίδιος. Μόνο αυτό ίδιο, όλα τα άλλα να φθείρονται.

Έφτασα στο παλιό τρένο. Αυτό με τους ομοιόμορφους τσιμεντένιους σταθμούς και το ίδιο σκασμένο πάτωμα. Αυτό το πάτωμα που μοιάζει με ρυτιδιασμένο πρόσωπο, το χαραγμένο από χίλιες εκφράσεις. Αυτό το πάτωμα που μέσα του ξεπρόβαλε πάλι το πρόσωπό της. Πιο λευκό από ποτέ. Πιο χαμογελαστό από ποτέ, αλλά τόσο μα τόσο κουρασμένο. Ήθελα και πάλι να τρέξω, να φύγω. Για πρώτη φορά όμως το πρόσωπο ήθελε κάτι να πει. Ήταν έτοιμο να μιλήσει κι εγώ δεν ήθελα καθόλου να ακούσω, δεν ήθελα να το ακούσω να μιλά. Τα μάτια του είχαν γραμμές γύρω τους και μέσα στις γραμμές ένα μαύρο απόκοσμο. Μαύρο και άσπρο το πρόσωπό της και το χαμόγελο ακόμη να γνέφει. Ίδιο κι απαράλλακτο. Τα μαλλιά ξασπρισμένα και τα μάτια ξεπλυμένα σα πολυφορεμένα μαύρα ρούχα.

Σώθηκα από το τρένο που έφτασε. Το πορτοκαλί τρένο που βγάζει αυτό τον στριγκό ήχο όταν σταματά, γιατί τα μέταλλα ακουμπάνε μεταξύ τους και δεν ταιριάζουνε, φωνάζουν, πνίγονται. Οι πόρτες - ξανά και ξανά οι πόρτες - άνοιξαν και χώθηκα μέσα με μια μόνο κίνηση. Κάθισα παράθυρο κοιτώντας έξω. Το παράθυρο γέμισε από εικόνες της. Από σκηνές ταινίας, μιας ταινίας γεμάτης ποτήρια λευκό κρασί, finger food, γέλια και κλάματα. Συνεχώς η ίδια ταινία, ξανά και ξανά από την αρχή η ίδια ταινία. Δεν αντέχω άλλο αυτή την βουβή προβολή και φυλακίζω το κεφάλι στα χέρια ανάμεσα στα γόνατά μου. Και ξαφνικά η ταινία αποκτά ήχο που βγαίνει από μπρος μου. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω ένα ζευγάρι, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κάθεται με σταυρωμένα χέρια, τις τσάντες τους στα γόνατα. Η απόλυτη ευπρέπεια. Μιλάει τόσο χαμηλόφωνα όσο επιβάλλουν οι κανόνες της καλής συμπεριφοράς και περιγράφει. Ακούω ψιθύρους, ταιριαστούς, απόλυτα ταιριαστούς με τις εικόνες που προβάλλονται στο τζάμι. Και ξαφνικά οι ψίθυροι γίνονται ήχοι και εγώ τους καταλαβαίνω:

- «Τόσο αγαπημένοι», είπε η γυναίκα, «πενήντα χρόνια αγάπη». «Έτσι είναι» της είπε ο άντρας, «όπως τα λες»...

Και αυτό που περιγράφουν αποκτά στα αυτιά μου μια περίεργη βαρύτητα και το κάθισμα με ρουφάει, σιγά αλλά σταθερά, το κάθισμα με ρουφάει. Το πόδι μου, το αριστερό μου πόδι σκοντάφτει, έτσι καθισμένο όπως είναι σκοντάφτει σε μια στρογγυλή μπάλα. Γνέφω να κοιτάξω και βλέπω ένα τόσο δα μικρό πορτακολοκίτρινο μπαλάκι που έχει ακουμπήσει στο πόδι μου. Όλα είναι καθαρά πιά. Φωτογραφήθηκαν πάνω στη φλούδα του και μοιάζουν να έχουν μπεί όλα στη θέση τους. Και την βλέπω καθαρά. Και με βλέπω καθαρά: τα χέρια μου ιδρώνουν, τα μαλλιά μου ασπρίζουν, το πρόσωπό μου γεμίζει ρυτίδες και τα ρούχα μου βάφονται μαύρα και καταλαβαίνω όλο και καλύτερα˙ κι όλα είναι πια καθαρά, όπως το χαμόγελο της.

«Από τη μια στιγμή στην άλλη...όλα ήταν καλά», ξαναείπε εκείνη. Μια γεμάτη ζωή. Μ’ ένα βήχα άρχισαν όλα, ξαφνικά. Τι είναι ένας βήχας; Ένα κρύωμα. Κι όμως, έτσι ήρθε...Ο καρκίνος (χαμηλόφωνα), τα νοσοκομεία, οι ελπίδες κι η απογοήτευση. Και το ξεπέρασε, το ξεπέρασε με το χαμόγελο όπως πάντα. Και γύρισε σπίτι της. Πέρασαν...τι... ένας, δύο μήνες καλοί, πάντα με το ίδιο χαμόγελο, με την ίδια διάθεση για ζωή, ώσπου εχθές το πρωί πήγε στο μπάνιο και είπε δεν αισθάνομαι καλά. Κάνε με ένα μπάνιο, του είπε, στόλισέ με, χτένισέ με, χάιδεψέ με, σήμερα θα πεθάνω. Το διανοείσαι; Σήμερα θα πεθάνω... Και τα έκανε όλα γελώντας κι εκείνος, κοροϊδεύοντας την. Την έλουσε, την έπλυνε, την έβαλε στο κρεβάτι γυμνή όπως κοιμόταν πάντα και πήγε να φωνάξει το γιατρό τους. Και όταν γύρισε, εκείνη ήταν ακόμη έτσι, ακίνητη. Το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι, το σεντόνι μισοπερασμένο να κρύβει τον κορμό της. Έτσι ξάφνου... Χριστέ μου έτσι ξαφνικά, κατάλαβε ότι έφυγε. Είμαι σίγουρη πως και σ’ αυτή την κατάσταση θα σκεφτόταν όπως πάντα, όπως έκανε σε όλη της τη ζωή - αυτή τη ζωή που την έζησε αγόγγυστα σα γιορτή. Ένα πράγμα θα ρωτούσε μόνο ακόμα και σήμερα, μετά από τόση γιορτή: ‘ Και τι, τώρα τι, έτσι θα μείνουμε, εδώ να περιμένουμε το πότε πάλι; Θα τα κανονίσουμε όλα τώρα, όλοι, εδώ’. Ήταν εκείνη που είχε πάντα τη λύση. Ήξερε πάντα τι θα επακολουθούσε. Και τώρα, μόνο αυτή ξέρει, απ’ όλους μας μόνο αυτή, πρώτη απ’ όλους. Εμείς όλοι θα μείνουμε - για πόσο ακόμη άραγε - να αναρωτιόμαστε... Και μετά το πάρτι, τι;»