Σάββατο, Μαρτίου 31, 2007

Allmylife, που είσαι?

WordPress.com

The authors have deleted this blog. The content is no longer available.

You can create your own free blog on WordPress.com.

Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Ωδή στην κλανιά της Κωλόγριας

Μια ηλιόλουστη μέρα σε ευυπόληπτη Εταιρία Συμβούλων Επιχειρήσεων του Κέντρου των Αθηνών, 3 Σύμβουλοι Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων κάνουν τη δουλειά τους. Το γραφείο τους βρίσκεται έναντι διαδρόμου, στον οποίο διάδρομο βρίσκεται παράθυρο φωταγωγού, ο οποίος φωταγωγός ρίχνει άπλετο φως και φυσικά καθαρό αέρα και στις 2 τουαλέτες της Εταιρίας (βλ. Σχήμα 1): 1 γαλάζια για τα αγοράκια και 1 ροζ για τα κοριτσάκια.

Η μέρα κυλά ανέμελα όταν από το παράθυρο της τουαλέτας, συνεπώς από το παράθυρο του φωταγωγού και την πόρτα του διαδρόμου ακούγεται χαρακτηριστικός και λίαν ανακουφιστικός ήχος πορδής, αμέσως πριν τη στιγμή που μεγάλη καφέ σκατούλα εισέλθει στο νεράκι της χέστρας. Πάγος στο ακροατήριο για 4 δευτερόλεπτα. Και μετά. ΓΕΛΙΟ. Πολύ γέλιο. Η μια εκ των συναδέλφων (Συνάδελφος Α) όμως βρίσκεται σε περίοπτη θέση παρακολούθησης του διαδρόμου και ανακαλύπτει με γουρλωμένα μάτια και πνιγμό ότι ο προ ολίγο εβρισκόμενος στη γαλάζια τουαλέτα δεν ήταν άλλος από το Γενικό Διευθυντή (Γ.Δ) μας, το καμάρι μας το εκ Βορείου Αιγαίου ορμώμενο, και ο οποίος καμαρωτός καμαρωτός περιδιαβάζει τα τελευταία βήματα του διαδρόμου προτού εισέλθει στο άδυτό μας και αναφωνήσει χτυπώντας τα χέρια στην κοιλιά του:

- «Καλά φάγαμε και σήμερα!»

Ευτυχώς έφυγε γρήγορα γιατί η συνάδελφος που βρίσκεται σε περίοπτη θέση παρακολούθησης του διαδρόμου έχει αρχίσει και γλιστράει στην καρέκλα της για να μπορέσει να γελάσει με μεγαλύτερη ησυχία! Φεύγοντας ο Γ.Δ πήρε και την τσίπα μας διότι από εκείνη τη στιγμή αρχίζουμε ένα ατελείωτο σερί γέλωτος (κλαυσίγελος ονομάζεται στα Συμβουλευτικά) αλλά και ανεπανάληπτων ατακών του τύπου:

- «είσαι πρωτοΚΛΑΣΑΤΟ στέλεχος»,

- «πιάσε μου το ΚΛΑΣΕΡ»,

Γελάμε, γελάμε, γελάμε μέχρι δακρύων και λέμε διάφορα έξυπνα ώσπου αγαπητός, και ανενημέρωτος επί του συμβάντος, συνάδελφος εισέρχεται στο γραφείο μας και βλέποντας την κατάσταση που επικρατεί μας λέει χαμογελώντας:

- «Πάλι στο ΚΛΑΝΟγελο το ρίξαμε;»

Κυριακή, Μαρτίου 25, 2007

Στην επόμενη ζωή μου


Στην επόμενη ζωή μου θα ήθελα:
1. να γεννηθώ ψηλός,
2. να γεννηθώ ξανθός,
3. να γεννηθώ με γαλανά μάτια,
4. να γεννηθώ με τεράστιους δικέφαλους και φέτες κοιλιακούς,
5. να γεννηθώ με IQ 192,
6. να γεννηθώ αρχιτέκτονας και να μένω εδώ--------->
7. να γεννηθώ γενναίος!

Υ.Γ Έχω να πάρω ένα τηλέφωνο αύριο και μου έχει πάει το σκατό στην κάλτσα!!!!!!!!!!!!!!!!

Σάββατο, Μαρτίου 24, 2007

0

Πάντα ερωτεύεσαι το είδωλό σου στον καθρέφτη. Την αντίθεσή σου. Το δεξί χέρι σου που είναι το αριστερό του. Το βαρύ ματοτσίνορο σου που όταν το κλείνεις, παιχνιδιάρικα αυτός σου κλείνει το άλλο. Το αντίθετο. Η φυσική το έχει ανάγει σε νόμο «τα ετερώνυμα έλκονται». Η ζωή το έχει κάνει αξίωμα. Μπορείς να το εξηγήσεις. Όχι. Μπορείς να το συνειδητοποιήσεις. Όχι.

Ερωτεύτηκα. Ένα βράδυ. Εκεί που τα φώτα είναι χαμηλά και η ατμόσφαιρα μουντή. Θολή. Εκεί που οι κόρες διαστέλλονται, τα ακροδάχτυλα μουδιάζουν και η μουσική σου τρυπάει το μυαλό. Χόρευε. Μόνη της. Το σώμα να κοιτάζει χαμηλά. Τα μάτια ψηλά και σταγόνες αλατόνερο να κατρακυλούν στο δέρμα το αλαβάστρινο. Το άσπρο, το ολόλευκο. Κόκκινα τα μαλλιά, φλόγες. Μαύρα τα μάτια. Άβυσσος. Δεν είχε χώρο κι όμως έβρισκε όσο ακριβώς χρειαζόταν. Ούτε σπιθαμή παραπάνω δε χρειαζόταν. Τόσο μόνο. Έχανα όλες μου τις αισθήσεις. Τα χέρια βαριά, τα πόδια ελαφριά, οσμή άοσμη, ήχος κανένας, γεύση ουδέτερη. Έβλεπα, μόνο έβλεπα. Ένα κορμί, σε αργή κίνηση. Ξέρεις δε μπορώ να χορέψω. Δε μπορώ να χορέψω στο φυσικό κόσμο, γιατί στη φαντασία μου τα κάνω όλα. Λικνίζομαι ασταμάτητα, πετάω στις πίστες. Αυτό που έβλεπα ήταν αυτό που πάντα έκανα. Με το μυαλό μου. Εκεί μπροστά μου. Και δεν ήμουν ο μόνος που σε κοιτούσα. Όλοι μας. Ζήλεψα. Πέθανα. Έμπηξα ένα μαχαίρι και το κάρφωσα στην κοιλιά μου. Για λίγες στιγμές πήρα το βλέμμα μου από πάνω σου. Κοίταξα αλλού. Και τους είδα όλους, εσένα να βλέπουν και τίποτα άλλο. Μέσα σε αυτή τη θολή ατμόσφαιρα, τη μουντή. Θα τους σκοτώσω, είπα. Ή θα σε σκοτώσω. Άναψα τσιγάρο. Στα ψαχτά το βρήκα. Προχώρησα ένα βήμα. Εσύ εκεί. Μπροστά μου. Παραμέριζαν στο πέρασμα μου, σκέφτηκα. Τι βλάκας. Απλά αυτός ήταν ο δρόμος μου. Κανένας άλλος. Είχα βγάλει το ξίφος μου και το κράδαινα μπροστά τους. Ας τολμούσαν. Ένα βήμα τη φορά. Χίλιες σκέψεις στο δευτερόλεπτο. Οι σταγόνες του κορμιού σου, εκεί. Να τις βλέπω. Και η γεύση επιστρέφει. Νιώθω τη ζέστη τους. Αγγίζω το αλάτι τους. Μια αλυκή ολόκληρη το στόμα μου. Και θέλω να σκύψω να φιλήσω το άνοιγμα αυτό ανάμεσα στις κλείδες σου. Αυτό το βαθούλομα στη βάση του λαιμού σου. Μια θάλασσα μαζεμένη. Να απλώσω χίλια νεύρα πάνω του. Ένα βήμα. Ήμουν κοντά. Με πιάσαν οι μυρωδιές σου. Γλυκειές, καραμελένιες. Σκληρές. Σκέψου το μοσχοκάρυδο. Λίγο και είναι νοστιμιά. Πολύ και είναι δηλητήριο. Ένα βήμα. Το αλάτι σου με έχει τυλίξει και η οσμή σου. Και με κρατάνε γερά. Δέσμιο. Τα χέρια μου πονάνε, τα πόδια μου τρέμουν. ΣΕ ΘΕΛΩ. Ένα βήμα είσαι μακρυά. Απλώνω το χέρι. Φοβάμαι. Φοβάμαι τη δύναμή μου. Σου πιάνω το μπράτσο και ηλεκτρίζομαι. Το αλάτι κυλάει επάνω μου. Πέπλο η μυρωδιά σου έχει καλύψει τα πάντα μου. Γυρίζεις απότομα. Ποιός τολμάει και διακόπτει την ιεροτελεστία σου. Με κοιτάς και πέφτω χαμηλά στα γόνατα να μη με ρίξεις στο σκοτάδι σου. Ένα έχω να σου πώ και σε ερωτεύομαι. «Μην πουλάς το κορμί σου στις νύχτες».

Κυριακή, Μαρτίου 18, 2007

ΣΠΟΥΔΗ ΣΕ ΠΕΝΤΕ (5) ΛΕΞΕΙΣ

Α. ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΔΕ ΒΡΙΣΚΩ ΠΟΥΘΕΝΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ. ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΠΟΥ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ ΤΟ ΠΡΩΙ ΚΑΙ ΠΕΦΤΕΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΓΥΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΙΑΝ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗ ΑΙΩΝΙΑ ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗ ΤΟΥ, ΟΥΤΕ ΣΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΠΟΥ ΨΕΛΝΟΥΝ ΓΙΑ ΠΟΡΕΙΕΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΑΔΥΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, ΟΥΤΕ ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΛΙΓΡΑΜΜΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΙΖΟΥΝ ΤΟ ΙΔΙΟ Κ ΑΠΑΡΑΛΛΑΧΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΟΥ, ΟΥΤΕ ΣΤΑ ΒΡΩΜΟΠΟΥΤΑΝΑ ΠΟΥ ΓΥΡΝΑΝΕ ΣΤΑ ΜΠΑΡ ΓΥΡΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΠΟΜΕΝΟ ΜΑΛΑΚΑ ΙΠΠΟΤΗ, ΠΟΥ ΨΑΧΝΕΙ ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΑ ΤΗ ΔΕΣΠΟΣΥΝΗ ΤΟΥ, ΝΑ ΤΟΥΣ ΧΑΡΙΣΕΙ ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΣΦΗΝΑΚΙ, ΟΥΤΕ ΣΤΙΣ ΜΑΝΑΔΕΣ-ΤΣΑΤΣΑΔΕΣ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΑΜΗΝ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΟΥΝ ΜΕ ΑΓΑΛΛΙΑΣΗ ΧΑΙΡΕ ΝΥΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΗ, ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ «ΣΥΝΕΤΑΙΡΟ» ΜΟΥ ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΟΥ ΩΣ ΑΛΛΩΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ ΦΩΝΑΖΕΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΟΥΡΛΙΑΖΕΙ ΚΑΙ ΔΙΑΡΡΗΓΝΥΕΙ ΤΑ ΙΜΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΚΑΝΩ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΚΡΟ ΛΑΘΟΣ. ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ. ΑΚΟΥΣ;

Β. ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ, ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΥΤΗ ΜΕΡΑ. ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΓΩ ΓΑΜΠΡΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΝΥΦΗ ΘΑ ΑΝΕΒΟΥΜΕ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΑ ΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟ ΕΓΡΑΨΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ: ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ 18 ΜΑΡΤΙΟΥ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΕΤΟΥΣ 2007 Ο Γ.Κ ΚΑΙ Η Χ.Δ ΝΥΜΦΕΥΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΩΡΑΝ ΕΝΑΤΗ ΒΡΑΔΥΝΗ. ΘΑ ΣΤΕΚΟΜΑΙ ΑΓΑΛΜΑ ΣΩΣΤΟ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΘΑ ΦΙΛΗΣΕΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΜΑΓΟΥΛΟ ΚΑΙ ΘΑ ΑΝΕΒΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΑ ΣΚΑΛΙΑ. ΤΟΤΕ Ο ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ, Ο ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ ΣΤΗΝ ‘ΨΗΣΤΑΡΙΑ – ΚΟΣΜΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ ΜΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ’ ΘΑ ΣΚΥΨΕΙ ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΚΑΙ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙ: «Ή ΤΩΡΑ Ή ΠΟΤΕ». ΤΩΡΑ...

Γ. ΑΝ ΔΥΝΑΣΑΙ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗ ΒΛΕΠΕΙΣ ΠΑΝΤΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΕΡΩΤΑΣ Η ΖΩΗ: Η ΑΝΑΤΟΛΗ, ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΚΑΙ ΟΛΟ ΠΙΟ ΨΗΛΑ ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΑ ΜΠΑΛΟΝΙ ΠΑΡΑΓΕΜΙΣΜΕΝΟ. ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟ ΠΑΛΑΜΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟ, ΑΓΑΛΜΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ. ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΙΔΗΣΗ: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ, Η ΕΙΡΗΝΗ ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ, Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΟΕΛΑΥΝΕΙ. Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ, ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΠΟ ΠΕΠΟΙΘΗΣΗ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΝΑ ΤΟΝ ΣΥΜΠΟΝΕΣΕΙ. Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ, ΣΥΝΟΔΥΠΟΡΟΣ, ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ. ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΕΜΠΡΟΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΚΟΙΤΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ. «ΕΛΑ», ΣΟΥ ΟΡΜΗΝΕΥΕΙ. ΑΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΑ ΝΑ ΤΕΙΝΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΑΛΑ ΜΠΡΑΤΣΕΤΑ ΘΑ ΣΕ ΠΙΑΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΣΤΡΟΒΙΛΗΣΕΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΑ Σ’ΑΦΗΣΕΙ. ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ.

Δ. ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΔΙΑΘΕΣΗ ΝΑ ΠΑΩ ΠΟΥΘΕΝΑ. ΗΜΟΥΝ ΚΛΕΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΜΕ ΜΙΑ ΣΤΙΒΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΚΑΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΔΕΗΣΕ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙ Ο ΚΥΡ. ΗΛΙΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ. ΟΥΤΕ ΜΑΓΕΙΡΕΨΑ, ΟΥΤΕ ΕΠΛΥΝΑ, ΟΥΤΕ ΕΣΤΡΩΣΑ ΚΡΕΒΒΑΤΙΑ. ΟΥΤΕ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΑΠΑΝΤΟΥΣΑ. ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΟΝΑΧΑ. ΗΤΑΝ Η ΝΥΦΗ ΜΟΥ. ΕΓΩ ΣΤΟ ΣΗΡΙΑΛ «ΟΙ ΕΠΤΑ ΘΑΝΑΣΙΜΕΣ ΠΕΘΕΡΕΣ» ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΚΑΛΙΣΤΑ ΝΑ ΟΝΟΜΑΣΤΩ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣΩ ΣΤΟ 73Ο ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΩΣ «Η ΑΔΙΑΦΟΡΗ ΠΕΘΕΡΑ». ΕΚΛΑΙΓΕ ΑΥΤΗ. ΚΑΤΙ ΨΕΛΛΙΖΕ ΜΑ ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ. ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ. ΠΕΘΑΝΕ ΜΟΥ ΕΙΠΕ. ΠΟΙΟΣ ΠΕΘΑΝΕ ΤΗΣ ΕΙΠΑ. ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΜΟΥ, ΜΟΥ ΕΙΠΕ. ΚΑΛΥΤΕΡΑ, ΤΗΣ ΕΙΠΑ, ΕΙΜΑΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΑ ΣΟΥ. ΤΟ ΕΚΛΕΙΣΑ. ΕΙΧΑ ΜΟΛΙΣ ΑΝΟΙΞΕΙ ΜΙΑ ΣΑΚΟΥΛΑ ΠΑΤΑΤΑΚΙΑ...

Ε.

ΗΛΙΟΣ = «ο φίλος της νεότητάς σου είναι ο μόνος φίλος που θα αποκτήσεις ποτέ.

ΝΥΦΗ = Γιατί δε σε βλέπει πραγματικά. Έχει στο μυαλό του ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει πια. Και λέει ένα όνομα «Σπάικ, Μπάκ, Ρέντ, Ράστι, Τζάκ» που ανήκει στο πρόσωπο που δεν υπάρχει πια.

ΑΓΑΛΜΑ = Είναι ακόμη ο νεαρός ιδεαλιστής που ήσουν κάποτε κι εσύ. Βλέπει ακόμη το καλό και το κακό, το άσπρο και το μαύρο, τους αμαρτωλούς και τους αγίους αλλά ποτέ κ τα δύο μαζί. Και νιώθει ανώτερος γιατί γνωρίζει ότι εσύ δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις πλέον.

ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ = Αυτό σε κάνει να θέλεις να χώσεις πιο βαθιά το μαχαίρι.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ = Γιατί υπάρχει σνομπισμός στην αποτυχία όπως το χαμόγελο στο στόμα του μπεκρή *

* ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΤΑ ΛΕΕΙ Ο JUDE LAW ΣΤΟ all the king’s men.

Υ.Γ1 ΚΡΟΤΚΑΚΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
Υ.Γ2 ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΘΑ ΠΑΙΞΟΥΝ ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΕΙΝΑΙ:
ΣΝΟΜΠΙΣΜΟΣ, ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ, ΙΔΕΑΛΙΣΤΗΣ, ΞΕΧΩΡΙΖΩ Κ' ΜΑΧΑΙΡΙ
Υ.Γ3 ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΠΟΛΥ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΤΗ ΣΠΟΥΔΗ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ 5 ΑΥΤΕΣ ΛΕΞΟΥΛΕΣ ΕΙΝΑΙ: ΨΕΥΤΡΑ, VTSIB, ΚΩΛΟΓΡΙΑ, SOFOGREG, ΣΤΕΦΥ


Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007

7

Κροτκίου θέλοντος ιδού οι 7:
1. Pretty Woman, γιατί τα όνειρα αλά αμερικάνα, απλοικά και στη φύση τους και στην εκπλήρωσή τους, είναι τόσο μα τόσο καθησυχαστικά (ναι και για τις συνειδήσεις!). Υ.Γ Καθώς και άλλες αμερικανιές του είδους π.χ 28 Ημέρες, Μια βραδιά στο Νότινγκ Χίλ κτλ.
2. Ο Καιρός Των Τσιγγάνων, για τη μουσική, για τους τσιγγάνους (που στην πραγματικότητα τρέμω), για τα Βαλκάνια ρε γαμώτο!
3. Blade Runner, για τη μουσική, τη φωτογραφία κ το θέμα που όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο επίκαιρο μου μοιάζει. Για την Daryl Hannah δε θα πώ τίποτα παρά ότι αποτελεί ένα από τα asset της ταινίας!!!
4. Η τελευταία έξοδος της Ρίτα Χέϊγουορθ, έτσι απλά!
5. Chocolat γιατί κάθε φορά που το βλέπω περνάω και καλύτερα. Και λιώνω όταν λιώνει η σοκολάτα και όταν της προστίθεται κόκκινο καυτερό πιπέρι. Για μια δοκιμή αυτού του ροφήματος σας παραπέμπω στο Petite Fleur, Ομήρου (μεταξύ Σόλωνος και Σκουφά) και Χαλάνδρι (δίπλα στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου).
6. Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών, όχι για την ταινία την ίδια αλλά για το έπος που προσπαθεί να μεταμορφώσει σε εικόνα!!! Καμιά ταινία όσο προικισμένος ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί ή τα εφέ δε μπορεί να καλύψει τη φαντασία του Συγγραφέα και τις εικόνες που γεννά στον καθένα μας. Μη ξεχνάμε βέβαια την Cate Blanchett ως Galadriel!
7. Ο σοφέρ της Κυρίας Νταϊζυ, για τη Jessica Tandy (αυτήν που έπαιξε πρώτη την Blanche DuBois !!!!!!!!!!!!!!!!!!)

Πολλά έχω αφήσει έξω και πολύ λυπάμαι αλλά τι να πείς αυτά είναι τα επακόλουθα των επιλογών!!!!

Δευτέρα, Μαρτίου 05, 2007

Οι ζωές των άλλων (Das leben der anderen)

Η δημοκρατία συγχωρεί την απάθεια, η δικτατορία απαιτεί τη συμμετοχή

Υ.Γ Για μια λιγότερο "τσιτάτη" και περισσότερο αναλυτική παρουσίαση εδώ

Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2007

3. Μετά το Πάρτι

Ξύπνησα τη στιγμή ακριβώς που ένα τεράστιος μελαχρινός τύπος, με μια κακομούτσουνη ξανθιά με ύφος εκατό καρδιναλίων και μούσκλια να κρέμονται από τα μπράτσα του, έπαιζε αναίσχυντα 100 ευρώ πάνω στον κώλο μου. Το κεφάλι μου πονούσε φριχτά, αλλά ευτυχώς δε μπορώ να πω το ίδιο και για τον κώλο μου!

Αριστερά μου ήταν εκείνη... Ξέρεις πως λέει το τραγούδι για κείνη έτσι; Με το δέρμα της στο χρώμα του ελεφαντοστού, γυμνή με το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι το άλλο αφημένο, σχεδόν αναίσθητο πάνω στη πλάτη μου. Τα μαλλιά της, αυτά τα μαλλιά θα στοιχειώνουν τις μέρες μου το ξέρω, κοντοκουρεμένα αλλά κρατώντας ακόμη λίγη από την αίγλη τους ήταν τα μόνα που έβλεπα από το κεφάλι της.

Τα δύο κτήνη, μάλλον και άλλα κτήνη μαζί τους είχαν ποντάρει και στο δικό της κωλαράκι άλλα εκατό. Τη στο διάολο ρε πούστη μου, σκέφτηκα, για τον ιππόδρομο περάσανε τους κώλους μας.

Σηκώθηκα χωρίς να κοιτάξω κανένα, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και τρέκλισα ανεπαίσθητα προσπαθώντας να σηκωθώ. Έψαχνα τα ρούχα μου. Τουλάχιστον ένα βρακί, ένα σεντόνι να σκεπαστώ. Δε βρήκα τίποτα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Έπρεπε να σηκωθώ γιατί αυτός και αυτή με κοιτούσαν ακόμη πολύ έντονα, χαμογελώντας πλατιά αλλά κρατώντας μια σιωπή που με έκανε να αισθάνομαι χειρότερα από ποτέ!!! Εκείνη δεν είχε καταλάβει τίποτα. Στεκόταν ακόμη στην ίδια στάση με τα γελοία πράσινα χαρτονομίσματα στο γλουτό της να γυαλίζουν. Να γυαλίζουν, ειλικρινά με τρόπο αηδιαστικό! Αυτά τα χρήματα είχαν άξαφνα φτηνύνει ότι ήταν αυτό που ζήσαμε παρέα και εγώ δε θυμόμουν. Ήταν αδύνατο να θυμηθώ. Αυτά τα λεφτά είχαν χαλάσει τα πάντα. Είχαν κάνει το χρόνο ξαφνικά να κυλήσει απίστευτα γρήγορα. Σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω πανικοβλημένος στο σπίτι.

Διάδρομος μια κάλτσα, ευθεία - στρίβω δεξιά μπάνιο, δεύτερη κάλτσα και εσώρουχο. Είχα μόλις βρει τα απαραίτητα. Πίσω ευθεία και αριστερά. Δωμάτιο μπλούζα και παπούτσια. Άδικο, αυτό είναι άδικο, έπρεπε να βρω πρώτα το παντελόνι πριν με φάνε τα φαντάσματα σ’αυτό το περίεργο βιντεοπαιχνίδι. Πάλι πίσω και τρέχω προς την κουζίνα. Δίπλα στη πόρτα της πάλι αυτός και αυτή να με κοιτούν. Το χαμόγελο τους έχει χαθεί... Ευτυχώς. Συνεχίζω τη κούρσα μου και ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ βρίσκω ένα παντελόνι. Το φοράω, δένω τα παπούτσια. Το δεξί μου πόδι ασφυκτιά, το αριστερό το νιώθω καλύτερα.

Το τρέξιμο μέσα σ’ αυτό το σπίτι, που όσο περνούσε η ώρα μου φαινόταν ολοένα και πιο κρύο, απέβη άκαρπο. Δεν υπήρχαν σημάδια. Δεν υπήρχαν σημάδια που να μου έδειχναν ότι θα μπορούσα να έχω υπάρξει κάτοικός του. Έχοντας βρει τα ρούχα μου κατευθύνθηκα με κεκαλυμμένα τα κόμπλεξ προς την πόρτα του σπιτιού. Μια τόσο κοινή πόρτα σε ένα τόσο κοινό διαμέρισμα. Κοντοστάθηκα μπροστά της και το χαμόγελό εκείνης φάνηκε να ζωγραφίζεται επάνω στο άσπρο βαμμένο της ξύλο. Ναι το χαμόγελο εκείνης που στεκόταν, ζεστή ακόμη, με το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι στο διπλανό δωμάτιο. Εκείνης που στον κώλο της επάνω ο μαυριδερός και η ηλίθια ξανθιά φίλη του με τα μαύρα ρούχα και τα κάτωχρα πρόσωπα πόνταραν ασήμαντα μικροποσά. Ποια ήταν, γιατί ήταν εδώ και εγώ μαζί της, γιατί; Ένα τσίμπημα, εκεί ψηλά αριστερά στο στέρνο. Ένα τόσο δα τσίμπημα και το χέρι μου άνοιξε την πόρτα.

Ξεχύθηκα στο μικρό διάδρομο του 4ου ορόφου. Το ασανσέρ μπροστά μου και έτοιμο να με κατεβάσει. Να φύγω, να φύγω ήθελα και να στριγκλίσω μέχρι που οι χορδές μου να σπάσουν με πάταγο. Έπρεπε να φύγω, όπως ήμουν. Και μπήκα μέσα στο μικρό κουβούκλιο των 2 ατόμων. Και με κατέβασε χαμηλά. Και βγήκα στο δρόμο και άρχισα να τρέχω.

Ο δρόμος. Πάντα ο δρόμος να είναι μπροστά μου και τα αυτοκίνητα παρκαρισμένα και....πάλι εκείνη να χαμογελά, μέσα απ’ τα τζάμια. Και πάλι εκείνη να βάζει το στεφανωμένο από κόκκινα μαλλιά κεφάλι της μέσα στα δυο της χέρια που ακουμπούσαν στα γόνατα και να κλαίει. Αυτά τα δύο έβλεπα μπροστά μου. Τα διάφορα κλάματα και γέλια, σα μιας ολόκληρης ζωής, να ξεπροβάλουν από παντού. Μέσα από καθρέφτες, μέσα από σπίτια, μέσα από παράθυρα και πόρτες!!!

Οι πόρτες, οι πόρτες που όπως και να ήταν έφεραν πάνω τους τη μορφή της. Τη μια με βαριά κόκκινα ρούχα, με γάντια και σκούφους. Την άλλη με άσπρα αραχνοΰφαντα. Μια μορφή που έπαιρνε συνεχώς καινούργιο σχήμα. Πιο πυκνό. Πιο στιλπνό. Λιγότερο σκιά και περισσότερο χώμα και νερό. Και εγώ να τρέχω, χωρίς να νιώθω τα πόδια μου να ακουμπάνε πουθενά, χωρίς να νιώθω την αναπνοή μου να ζορίζεται. Να τρέχω χωρίς σκοπό, αλλά να οδηγούμαι κάπου. Και η μορφή της παντού. Να αλλάζει το χαμόγελο, μα είμαι σίγουρος, πως ο ήχος του γέλιου της έμενε ίδιος. Μόνο αυτό ίδιο, όλα τα άλλα να φθείρονται.

Έφτασα στο παλιό τρένο. Αυτό με τους ομοιόμορφους τσιμεντένιους σταθμούς και το ίδιο σκασμένο πάτωμα. Αυτό το πάτωμα που μοιάζει με ρυτιδιασμένο πρόσωπο, το χαραγμένο από χίλιες εκφράσεις. Αυτό το πάτωμα που μέσα του ξεπρόβαλε πάλι το πρόσωπό της. Πιο λευκό από ποτέ. Πιο χαμογελαστό από ποτέ, αλλά τόσο μα τόσο κουρασμένο. Ήθελα και πάλι να τρέξω, να φύγω. Για πρώτη φορά όμως το πρόσωπο ήθελε κάτι να πει. Ήταν έτοιμο να μιλήσει κι εγώ δεν ήθελα καθόλου να ακούσω, δεν ήθελα να το ακούσω να μιλά. Τα μάτια του είχαν γραμμές γύρω τους και μέσα στις γραμμές ένα μαύρο απόκοσμο. Μαύρο και άσπρο το πρόσωπό της και το χαμόγελο ακόμη να γνέφει. Ίδιο κι απαράλλακτο. Τα μαλλιά ξασπρισμένα και τα μάτια ξεπλυμένα σα πολυφορεμένα μαύρα ρούχα.

Σώθηκα από το τρένο που έφτασε. Το πορτοκαλί τρένο που βγάζει αυτό τον στριγκό ήχο όταν σταματά, γιατί τα μέταλλα ακουμπάνε μεταξύ τους και δεν ταιριάζουνε, φωνάζουν, πνίγονται. Οι πόρτες - ξανά και ξανά οι πόρτες - άνοιξαν και χώθηκα μέσα με μια μόνο κίνηση. Κάθισα παράθυρο κοιτώντας έξω. Το παράθυρο γέμισε από εικόνες της. Από σκηνές ταινίας, μιας ταινίας γεμάτης ποτήρια λευκό κρασί, finger food, γέλια και κλάματα. Συνεχώς η ίδια ταινία, ξανά και ξανά από την αρχή η ίδια ταινία. Δεν αντέχω άλλο αυτή την βουβή προβολή και φυλακίζω το κεφάλι στα χέρια ανάμεσα στα γόνατά μου. Και ξαφνικά η ταινία αποκτά ήχο που βγαίνει από μπρος μου. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω ένα ζευγάρι, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κάθεται με σταυρωμένα χέρια, τις τσάντες τους στα γόνατα. Η απόλυτη ευπρέπεια. Μιλάει τόσο χαμηλόφωνα όσο επιβάλλουν οι κανόνες της καλής συμπεριφοράς και περιγράφει. Ακούω ψιθύρους, ταιριαστούς, απόλυτα ταιριαστούς με τις εικόνες που προβάλλονται στο τζάμι. Και ξαφνικά οι ψίθυροι γίνονται ήχοι και εγώ τους καταλαβαίνω:

- «Τόσο αγαπημένοι», είπε η γυναίκα, «πενήντα χρόνια αγάπη». «Έτσι είναι» της είπε ο άντρας, «όπως τα λες»...

Και αυτό που περιγράφουν αποκτά στα αυτιά μου μια περίεργη βαρύτητα και το κάθισμα με ρουφάει, σιγά αλλά σταθερά, το κάθισμα με ρουφάει. Το πόδι μου, το αριστερό μου πόδι σκοντάφτει, έτσι καθισμένο όπως είναι σκοντάφτει σε μια στρογγυλή μπάλα. Γνέφω να κοιτάξω και βλέπω ένα τόσο δα μικρό πορτακολοκίτρινο μπαλάκι που έχει ακουμπήσει στο πόδι μου. Όλα είναι καθαρά πιά. Φωτογραφήθηκαν πάνω στη φλούδα του και μοιάζουν να έχουν μπεί όλα στη θέση τους. Και την βλέπω καθαρά. Και με βλέπω καθαρά: τα χέρια μου ιδρώνουν, τα μαλλιά μου ασπρίζουν, το πρόσωπό μου γεμίζει ρυτίδες και τα ρούχα μου βάφονται μαύρα και καταλαβαίνω όλο και καλύτερα˙ κι όλα είναι πια καθαρά, όπως το χαμόγελο της.

«Από τη μια στιγμή στην άλλη...όλα ήταν καλά», ξαναείπε εκείνη. Μια γεμάτη ζωή. Μ’ ένα βήχα άρχισαν όλα, ξαφνικά. Τι είναι ένας βήχας; Ένα κρύωμα. Κι όμως, έτσι ήρθε...Ο καρκίνος (χαμηλόφωνα), τα νοσοκομεία, οι ελπίδες κι η απογοήτευση. Και το ξεπέρασε, το ξεπέρασε με το χαμόγελο όπως πάντα. Και γύρισε σπίτι της. Πέρασαν...τι... ένας, δύο μήνες καλοί, πάντα με το ίδιο χαμόγελο, με την ίδια διάθεση για ζωή, ώσπου εχθές το πρωί πήγε στο μπάνιο και είπε δεν αισθάνομαι καλά. Κάνε με ένα μπάνιο, του είπε, στόλισέ με, χτένισέ με, χάιδεψέ με, σήμερα θα πεθάνω. Το διανοείσαι; Σήμερα θα πεθάνω... Και τα έκανε όλα γελώντας κι εκείνος, κοροϊδεύοντας την. Την έλουσε, την έπλυνε, την έβαλε στο κρεβάτι γυμνή όπως κοιμόταν πάντα και πήγε να φωνάξει το γιατρό τους. Και όταν γύρισε, εκείνη ήταν ακόμη έτσι, ακίνητη. Το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι, το σεντόνι μισοπερασμένο να κρύβει τον κορμό της. Έτσι ξάφνου... Χριστέ μου έτσι ξαφνικά, κατάλαβε ότι έφυγε. Είμαι σίγουρη πως και σ’ αυτή την κατάσταση θα σκεφτόταν όπως πάντα, όπως έκανε σε όλη της τη ζωή - αυτή τη ζωή που την έζησε αγόγγυστα σα γιορτή. Ένα πράγμα θα ρωτούσε μόνο ακόμα και σήμερα, μετά από τόση γιορτή: ‘ Και τι, τώρα τι, έτσι θα μείνουμε, εδώ να περιμένουμε το πότε πάλι; Θα τα κανονίσουμε όλα τώρα, όλοι, εδώ’. Ήταν εκείνη που είχε πάντα τη λύση. Ήξερε πάντα τι θα επακολουθούσε. Και τώρα, μόνο αυτή ξέρει, απ’ όλους μας μόνο αυτή, πρώτη απ’ όλους. Εμείς όλοι θα μείνουμε - για πόσο ακόμη άραγε - να αναρωτιόμαστε... Και μετά το πάρτι, τι;»

...μα η ζωή λεχώνα ελπίδες γέννησε