Τετάρτη, Φεβρουαρίου 28, 2007

Μου έχεις λείψει

ΠΟΛΥ...

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 19, 2007

Αιδοία

Μιλούσα μαζί της απ’ όταν ήμουν στη κοιλιά της μάνας μου. Όταν βγήκα επιτέλους, γιατί ούτε κι εκεί δεν κατάφερα να παραμείνω τον προκαθορισμένο χρόνο, την έβλεπα αραιά και πού. Έμενε μακρυά, στο Νησί. Στο κουρλόνησο με τους κουρλούς! Εκεί όπου για όλα φταίει το νερό. Ναι ναι, μόλις πιείς έστω και μια τόση δα γουλίτσα αισθάνεσαι τη νησιώτικη κουρλαμάρα να σε κατακλύζει. Ξεκινά από τα νύχια και φτάνει μέχρι τις ρίζες των μαλλιών σου! Αν πιείς δε έστω και μια φορά πρέπει να ξαναπιείς. Θες τη δόση σου. Εμείς δε, οι κουρλοί, πρέπει οπως και δήποτε να παίρνουμε τη δόση μας κατ’ ελάχιστον μια φορά το χρόνο. Αλλιώς μαραινόμαστε και καταντούμε μικρά ανθρωπάκια, χωρίς λάμψη στο μάτι και βιτριόλι στη γλώσσα. Βουνίσιοι δηλαδή. Ανύποτο.
Όταν πήγαινα στο νησί ήταν πάντα εκεί. Σε αυτό το περίεργο σπίτι με την κουζίνα και το μπάνιο σε άλλο κτίσμα από τις κρεβατοκάμαρες και το «σαλόνι». Το χωριάτικο όπως έλεγε. Απ’ αυτό το σπίτι που παρά τη χιλιοχαλασμένη μέση της πεταγόταν έξω με τα χέρια της ψηλά και τις παλάμες δίπλα στα μάγουλά της για να βρωντοφωνάξει «Χαρά στο σπίτι μου». Τα χίλια χρυσά δαχτυλίδια, τα βραχόλια και οι καδένες, το βίτσιο της. Πολλά πολλά πολλά καράτια ο χρυσός επάνω της. Να κουδουνίζουν όλα μαζί.
Σε έβαζε να κάτσεις και ετοίμαζε καφέ. Αν θα στον διάβαζε, όταν ήθελε, έλεγε τρία πράματα. Όλα αλήθεια. Με κάθε λεπτομέρεια. Όταν αρρώστησε ο γιός της (έμφραγμα στα 32) ορκίστηκε να μην το ξαναπεί. Μόνο ένας διάβολος μπορούσε να την καταφέρει, η Μάνα μου. Η μάνα μου που εκείνη έλεγε πως τη δέχτηκε τη χωριάτισα σαν αδελφή και που της έμαθε τα πάντα από την πίτσα μέχρι τις βόλτες στην Κηφισιά και το Κεφαλάρι (όταν ο θεός έδινε και μας ερχόταν στο σπίτι μας. Εκεί να δεις χαρά). Κι έβαζε τη τσερέπα να κάψει. Να κάψει πλημμυρισμένο από κάρβουνα αυτό το σιδερένιο μεγάλο ταψί με καπάκι που μέσα του θα έβαζε το φαί. Κρεατόπιτα και γεμιστά!
Όταν έχασε το γιό της πέθανε. Όλα τα έκανε ίδια όπως πριν, αλλά πέθανε. Πέταξε την καρδιά της σα στάμνα και έσπασε σε χίλια κομμάτια. Δεν τα μάζεψε ποτέ. Και η καρδιά την πρόδωσε. Δεν μπορούσε να την πάει πια ούτε μέχρι το νεκροταφείο να του μιλήσει. Να πεθάνει ήθελε κι έκανε μεγάλη αμαρτία. Και έφυγε η Θεία την περασμένη εβδομάδα. Στο νοσοκομείο του κουρλόνησου. Ταλαιπωρήθηκε.
Έφυγε η Θεία και της χρωστάω πολλά. Το χαμόγελό της, τη ζεστασιά της, την αλήθεια της.
Αυτή την αλήθεια θέλω να πώ, να την ξορκίσω. Σε μια κουβέντα μου είπε πως είχε μια συνήθεια. Κακή συνήθεια την είπε, χωρίς ντροπή. Ήθελε να βλέπει αιδοία. Και τα κατέτασε η Θεία σε κατηγορίες. Κατηγορίες από λαχανικά του κήπου της: μελιτζάνα, κολοκυθάκι, πατάτα. Γέλασα όταν μου το ‘πε. Ενοχλήθηκε κι η αστική μου παιδεία. Η Θεία όμως ήταν όπως πάντα αληθινή. Με έναν τρόπο που δεν τον ξέρεις, δεν τον έχει μάθει και δε μπορείς να τον βρείς μέσα στην αστική σου παιδεία. Αφοπλιστική. Δε σήμαινε τίποτα παραπάνω όλο αυτό από μια κακή συνήθεια. Η Θεία ήθελε να βλέπει αιδοία. Κι εγώ ποιός είμαι να την κρίνω? Εγώ ερχόμουν «και ήμουν χαρά στο σπίτι της». Και τώρα αυτή την ίδια κουβέντα δεν θα την ακούσω ποτέ ξανά. Όποιος και να την πεί δε θα είναι η ίδια. Αυτή η κουβέντα η αληθινή, μέσα απ’ την ψυχή ειπωμένη. Τόσο αληθινή όσο και η αιδοιο-περιέργεια.
Η Θεία μου έφυγε και μοιραστήκαμε πολλά. Την πίστευα, όπως και όλους τους ανθρώπους που αγαπώ, αθάνατη. Ας είναι αθάνατη η Θεία, εκεί που βρίσκεται και ελπίζω το σπίτι της να είναι γεμάτο χαρά. Το δικό μου το σπίτι είναι πιο φτωχό από την παρουσία της, πιο πλούσιο από την ανάμνησή της, τα χρυσά της, την τσερέπα της, τις κουβέντες της, τον καφέ της και τα αιδοία της.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2007

Τα 5 κακά της μοίρας μου...

Δεν θα πολυλογήσω γιατί έχω και βάρδια (βλ. Πολεμικό Ναυτικό) και έχω αφήσει το συνάδελφο μόνο του να προσέχει 7 ολόκληρα υποβρύχια... Ντροπή!
Αποδεχόμενος την πρόσκληση - πρόκληση της Δίδας Στεφυ θα σας πώ 5 πράγματα χαρακτηριστικά - ιδιότητες μου:
1. Είμαι μεγάλος λουφαδόρος αλλά μάλλον αυτό δεν το καταλαβαίνεις με την πρώτη ματιά. Πρέπει να με μάθεις λίγο καλύτερα.
2. Όλοι νομίζουν ότι είμαι "καλό παιδί" αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
3. Τα παίρνω στο κρανίο εύκολα αλλά λίγο (κ σε ένταση και σε διάρκεια). Αν τα πάρω πολύ καλύτερα θα είναι να είμαι μόνος μου, στη κορφή ενός βουνού.
4. Είμαι πολιτικά ασυνεπής και ανευθυνο-υπεύθυνος = με ότι αυτό συνεπάγεται.
5. Είμαι μισάνθρωπος. Γνωρίζω δέκα αντιπαθώ τους εννιά, πειράζει?

Δε μπορώ να καλέσω 5 ανθρώπους γιατί δε ξέρω τόσους, εντάξει! Είμαι νέος εδώ και δεν κάνω εύκολα γνωριμίες γιατί είπαμε...είμαι και μισάνθρωπος:
Αυτά!
Υ.Γ Τους 4 τελευταίους πώς θα τους ειδοποιήσω?

Κυριακή, Φεβρουαρίου 11, 2007

2. Ο καυγάς

Μου ήταν αδύνατον να καταλάβω πως του ήρθε αυτού του ανθρώπου να μου φέρει στα γενέθλιά μου για δώρο ένα νεράντζι. Ναι, το ξέρω πάρα, μα πάρα πολύ καλά πως το νεράντζι κάνει καταπληκτικό γλυκό, αλλά πρώτον εγώ δεν τρώω γλυκά και δεύτερον, ποιός στο διάλο θα το φτιάξει το γλυκό; Δεν τον καταλαβαίνω αυτόν τον άνθρωπο. Μου είπε μονάχα πως από το πουθενά μύρισε μια μυρωδιά μοναδική. Και τον ρώτησα τι σημαίνει «μυρωδιά μοναδική» αλλά το μόνο που εισέπτραξα για απάντηση είναι αυτό το παγωμένο βλέμμα που σημαίνει δύο πράγματα: 1ο είσαι παντελώς ηλίθια, διότι δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ και 2ο είσαι παντελώς ηλίθια, που δεν περιμένεις να ακούσεις τη συνέχεια, προτρέχεις και μένεις στις λεπτομέρειες, χωρίς να περιμένεις την ουσία. Συνέχισε, λοιπόν, αφού είχα κατεβάσει τα μάτια μέχρι τις μύτες των παπουτσιών μου, λέγοντάς μου πως τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναμυρίσει στη ζωή του. Ήταν λες κι όλη η Άνοιξη είχε μπει μέσα στα ρουθούνια του. Το περίεργο ήταν ότι εκείνος ήξερε πολύ καλά από που ερχόταν όλη αυτή η πανδαισία και δεν μπορούσε παρά να πάει να τη βρει. Κατέβηκε από το Λεωφορείο στη Φιλελλήνων. Έστριψε αριστερά στην Καραγιώργη Σερβίας και δεξιά στη Βουλής. Ένιωθε ότι πλησίαζε. Πέρασε έξω από το Πλαίσιο και συνέχισε να προχωρά στο δρομάκι. Στα δεξιά του η βιτρίνα του Habitat μπροστά του η Παλιά Βουλή. Κοντοστάθηκε. Αριστερά να πάει η Δεξιά; Για πρώτη του φορά άκουσε μια μυρωδιά, όπως του έλεγε συχνά η γιαγιά του «την ακούς τη μυρωδιά, την ακούς και την παρακούς». Η μυρωδιά, ναι αυτή που άκουγε, του έλεγε δεξιά. Το ένστικτό του αριστερά. Γιαυτό κοντοστεκόταν. Ένα βήμα δεξιά, ένα αριστερά. Σα τρελό φορτηγό. Η μυρωδιά έγινε ανυπόμονη και τα βήματα πήγαν από μόνα τους δεξιά. Βγήκε στη Κολοκοτρώνη και πάλι η βιτρίνα του Habitat, πλουμιστή και γεμάτη χρώματα. Αλλά η μυρωδιά εκεί, επιτακτική. Και προχωρώντας την είδε τη μυρωδιά του. Μια μικρή νεραντζιά χωμένη ανάμεσα σε ένα στύλο της ΔΕΗ, ένα σταθμαρχείο της ΕΘΕΛ και ένα φανάρι. Μια μικρή νεραντζιά φουντωτή και πάνω της ένα και μοναδικό νεράντζι. Από ‘κεί ερχόταν η μυρωδιά που μύριζε, άκουγε και τώρα την έβλεπε. Μα δεν του έφταναν αυτά, όχι ήθελε και να την ακουμπήσει ήθελε και να τη γευτεί. Το βήμα του έγινε σταθερό. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, 28 βήματα χρειάστηκε. Άπλωσε το χέρι. Τα φύλλα σαν να κλείστηκαν πάνω του. Τα κλαδιά σα να μάζεψαν για να του φράξουν το δρόμο και τα αγκάθια όλα με μιας καρφώθηκαν στον αριστερό του αντίχειρα. Δε σταμάτησε. Άπλωσε περισσότερο το χέρι να πιάσει την πηγή της μυρωδιάς του. Και το έπιασε. Ένα μικρό νεράντζι.

Ήρθε κατευθείαν στο σπίτι μου μετά και μου τα διηγήθηκε όλα. Τα μάτια του γυάλιζαν όσο ποτέ. Αυτά τα καστανά, βαθιά μάτια γυάλιζαν. Δεν τα είχα ξαναδεί ποτέ έτσι κι ας έχω περάσει μαζί του πράγματα και θάματα. Μου είπε πως το νεράντζι ήταν δικό μου. Ήταν το δώρο για τα γενέθλιά μου. Τα ξίνισα τα μούτρα μου το ομολογώ. Θα προτιμούσα ένα διαμάντι στο μέγεθος του νεραντζιού. Να το βάλω στο αριστερό μου χέρι και να γέρνω από τη μια σα σαπουνοκασέλα. Και του το είπα αυτό, συμπληρώνοντας την ατάκα «τρώγονται τελικά τα νεράντζια;». Αυτό πρέπει να ξεχείλισε το ποτήρι της αγανάκτησής του απέναντι στην απύθμενη βλακεία μου γιατί σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν είπε ούτε γεια. Ούτε κι εγώ είπα. Κάτι με κράτησε. Θα του τα έλεγα όλα αύριο.

Χρειάστηκαν τουλάχιστον 10 λεπτά για να συνέλθω. Στα κανονικά μου όλο αυτό θα ήταν ασήμαντο. Θα είχε φύγει έτσι και χωρίς δεύτερη σκέψη θα έμπαινα στο μπάνιο για να κάνω όλα αυτά που κάνω εγώ στο μπάνιο. Την ιεροτελεστία μου. Να γδυθώ, να παρατηρήσω το κορμί μου μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Να μετρήσω μία μία τις ραγάδες, να παρατηρήσω τα ολίγον από πεσμένα κωλομέρια, να μετρήσω τις άσπρες τρίχες και να δω μέχρι που έχει φτάσει η ρίζα στο μαλλί. Μετά θα γέμιζα τη μπανιέρα μέχρι τη μέση, θα άδειαζα μέσα το μισό αφρόλουτρο, τα άλατα και άλλα πολλά και θα έφτιαχνα μια σούπα από καταπραϋντικό βοδινό, δυναμωτικό σέλινο και γευστική ντομάτα. Θα έμπαινα μέσα και θα πλενόμουν αργά, αργά, αργά. Με ηδονή.

Όλα αυτά δεν έγιναν καθόλου έτσι. Μετά τα 10 λεπτά σχεδόν άπνοιας, σηκώθηκα έτρεξα στο μπάνιο και έκανα ένα πάρα πολύ μικρό ντους. Η ώρα είχε φτάσει ήδη 9 και στις 10.30 έπρεπε να είμαι στη Βούλα. Το μαγαζί άνοιγε νωρίς σήμερα. Κάποιο σχολείο λέει είχε χορό. Έκανα τα μισά και αυτά με αγωνία. Το νεράντζι το είχα μαζί μου αλλά και να μην το είχα εκεί μπροστά μου ήταν συνεχώς στη σκέψη μου. Σκέψου εικόνα: ένα νεράντζι σφηνωμένο ανάμεσα στα μάτια μου σα το μαχαίρι ενός αιμοσταγούς δολοφόνου. Ντύθηκα και βάφτηκα όπως όπως, και έφυγα τρέχοντας κρατώντας στο χέρι μου τι άλλο... Το νεράντζι.

Πήρα ταξί και έφτασα στην έξοδο του Μαγαζιού στις 10.25. Μωρέ μπράβο μου, μόνο την πρώτη μέρα σε αυτή τη κωλοδουλειά ήρθα στις και 25. Το νεράντζι στο χέρι μου.

Μπήκα μέσα και έπιασα κατευθείαν δουλειά. Τραπέζια, ποτήρια, κους κους, τραπέζια ποτήρια, κους κους. Ο μπάρμαν, μεγάλο ψώνιο, με τα γλοιώδη κομπλιμέντα του, είχε ήδη αρχίσει να μου τη δίνει στα νεύρα. Τα νεράντζι στο χέρι μου.

Ο κόσμος άρχισε να μπαίνει γύρω στις δώδεκα. Οι ίδιες φάτσες. Κάθε βράδυ οι ίδιες φάτσες. Τους ξεχωρίζεις τι είναι ο καθένας στα 30 δευτερόλεπτα: οι Λολίτες, πολλές Λολίτες, όσο πάνε και γίνονται περισσότερες, λαίλαπα. Οι γκόμενοι, τα γκομενάκια, οι γαμιάδες, οι αγάμητοι, οι φάσιον βίκτιμς, οι λεφτάδες, οι μπατίρηδες, όλοι εκεί μέσα. Όλοι μαζί. Γέμισε το μαγαζί μέχρι τη 1. Κόσμος, παντού ο κόσμος. Να πίνει, να κινείται να χορεύει. Παντού ο κόσμος. Και γύρω στις 2 μπήκε αυτός. Το νεράντζι στο χέρι μου.

Κρατούσα ένα δίσκο με βρώμικα ποτήρια όταν τον είδα στην είσοδο. Αν κάπως φανταζόμαστε τον αντίχριστο, έτσι ήταν. Ψηλός, μελαχρινός, με άσπρο σακάκι, τζιν ξεπλυμένο, μαύρα μυτερά παπούτσια, χωρίς μπλούζα. Και τα μάτια του, τα μάτια του έβγαζαν φωτιές. Το έβλεπα από 50 μέτρα απόσταση και 1200 άτομα ανάμεσά μας. Αυτός είχε έρθει με κάποιο σκοπό εδώ μέσα. Το νεράντζι στο χέρι μου.

Τον παρατηρούσα με το δίσκο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου. Ακίνητη. Κάποιος με έσπρωξε και προχώρησα. Έφτασα με κόπο στο μπαρ και άφησα τα ποτήρια. Γύρισα το κεφάλι μου και αυτός ήταν ο μόνος που έβλεπα.

Κινήθηκε με άνεση στο χώρο και πλησίασε μια παρέα που καθόταν όπως όλες οι άλλες παρέες πίνοντας, χορεύοντας. Τους χαιρέτισε όλους και ο χορός τους σταμάτησε. Σαν από σεβασμό κινήθηκαν προς τα εκείνον. Σε άλλες εποχές η σκηνή αυτή θα έμοιαζε με εκείνη που ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός μπαίνει στο κέντρο του κυκλικού χορού και όλοι σταματούν για να τον κοιτάξουν. Συνωμοτικά βλέμματα, χαμηλά βλέμματα, που κρύβουν ζήλια αλλά και θαυμασμό.

Η ώρα περνούσε και μαζί με αυτήν η ησυχία μου. Αυτός ο άνθρωπος μου είχε πάρει την ησυχία μπαίνοντας στο μαγαζί. Το νεράντζι στο χέρι μου.

Έπινε όλη αυτή την ώρα και πότε καθόταν, πότε προσπαθούσε να μιλήσει στο κινητό, πότε έπιανε αγκαλιά μια μικρόσωμη ξανθιά και ξανά από την αρχή. Δεν είχα τον έλεγχο των ματιών μου. Όπου και να κοιτούσα, κοιτούσα εκεί προς το μέρος του. Εκεί κοιτούσα και όταν σηκώθηκε να χορέψει. Οι άλλοι της παρέας, τα πρόβατα, τον έβαλαν στη μέση. Οι ηλίθιοι, έβαλαν τα πρόβατα το λύκο στη μέση. Αυτός κινήθηκε αργά και μετά όλο και πιο γρήγορα, χωρίς ρυθμό. Με μια κίνηση που δεν είχα δει ποτέ. Και τα πρόβατα τον ακολουθούσαν ένα τονικό χρόνο αργότερα. Και ο χορός τους γινόταν ξέφρενος, διονυσιακός. Και ο κύκλος άνοιγε και οι άλλοι γύρω τους παραμέριζαν μέχρι που έφτασαν στο κέντρο. Στο κέντρο που πάντα βρίσκονται οι ίδιοι άνθρωποι. Αυτοί που τους λες την καλησπέρα σου και φεύγεις μη τυχών και σε προσέξουν. Και ο κύκλος έπεσε πάνω τους και εκείνοι αντέδρασαν και τον άνοιξαν βίαια. Και ο λύκος θύμωσε. Παναγία μου, ο λύκος θύμωσε. Το νεράντζι στο χέρι μου. Και αυτοί οι άλλοι σήκωσαν τα χέρια και χτύπησαν και ο λύκος φώναξε και το μαγαζί νέκρωσε. Ο χρόνος σταμάτησε. Το χέρι του σηκώθηκε αργά, έσφιξε τα δάχτυλα μέχρι που άσπρισαν, και όταν έφτασε στο ψηλότερο σημείο το κατέβασε με δύναμη στο πρόσωπο του μεγάλου από τους άλλους. Και ο χρόνος ξεκίνησε με βιασύνη και όλα πήγαιναν τόσο γρήγορα που λίγα είδα καθαρά. Το πρόσωπο βάφτηκε κόκκινο και σηκώθηκαν άλλα χέρια, άλλα γυμνά και άλλα κραδαίνοντας μπουκάλια και ποτήρια. Και ο κύκλος των προβάτων άρχισε να πάλλεται δεξιά και αριστερά και να πετάγονται γυαλιά και να ανεβαίνει ένας βρυχηθμός πάνω από τη μουσική. Τα χέρια πάνω κάτω και τα πόδια μαζί τους. Και ο κύκλος αυτός άνοιγε, συνεχώς άνοιγε και κατάπινε και τους γύρω του. Και τα χέρια πολλαπλασιάζονταν και τα ποδιά μαζί τους και τα μπουκάλια και τα ποτήρια και τα αίματα. Το νεράντζι στο χέρι μου.

Ο κύκλος άνοιγε όπως όταν πετάς ένα βότσαλο στη λίμνη. Κι ο καυγάς λες και ο ίδιος είχε αποκτήσει σάρκα και οστά και γιγαντωνόταν και ξυπνούσε και άπλωνε τα χέρια του να κατακτήσει όσο χώρο έβρισκε. Το πλήθος, το σώμα του καυγά που μεγάλωνε, ήταν σαν να κινιόταν με αργές κινήσεις προς κατευθύνσεις που ήθελε, ενώ οι άνθρωποι μέσα του κουνούσαν τα μέλη τους με ταχύτητα ιλιγγιώδη και τα στόματα άφριζαν, τα μάτια έλιωναν, το αίμα γέμισε τα ποτήρια τους και έπιναν όλοι το κόκκινο ποτό τους. Όλοι αυτοί μαζί είχαν ξυπνήσει το τέρας και αυτό μεγάλωνε και ερχόταν καταπάνω μου. Και εγώ γύρισα τη πλάτη στο τέρας και άρχισα να τρέχω να βγω έξω. Το νεράντζι στο χέρι μου.

Ούτε και ξέρω πως και πότε βρέθηκα έξω, αλλά να τρέχω δε σταμάτησα. Έκοψα την Ποσειδώνος, πέρασα στην απέναντι πλευρά της και περίμενα να περάσει κάτι να με σώσει από το τέρας που σε λίγο θα έβγαινε από ‘κει μέσα να με ψάξει. Μπήκα στο πρώτο ταξί και είπα χωρίς σκέψη Νέο Φάληρο. Το νεράντζι ακόμη στο χέρι μου.

Δε θυμάμαι τίποτα από όλη τη διαδρομή. Ούτε την κίνηση, ούτε τον κόσμο. Το μυαλό μου είχε αδειάσει. Το ταξί έφτασε και κατέβηκα χωρίς κουβέντες. Η ώρα 5.30. Μπήκα στο σταθμό, πήρα εισιτήριο. Κάθισα σε ένα κάθισμα και περίμενα. Την επόμενη φορά που κοίταξα το ρολόι μου η ώρα ήταν 7.30. Είδα το τρένο να έρχεται. Σηκώθηκα. Μπήκα στο πρώτο βαγόνι και κάθισα στο παράθυρο. Στα μάτια μου ακόμη ο καυγάς, το τέρας, και το νεράντζι στο χέρι μου.

Οι σταθμοί πέρναγαν από μπροστά μου σαν ταινία. Δεν καταλάβαινα διαφορά, ήταν σα να έβλεπα ασπρόμαυρο φιλμάκι στο φαστ φόργουορντ. Κι όλα αυτά μέχρι τα Πετράλωνα.

Τον είδα να στέκεται στην αποβάθρα. Αν ο λύκος τη φώναζε τη μανία του αυτός την είχε μέσα του να τον τρώει. Ένας νέος άνθρωπος. Πολύ νέος για τόση μανία. Μπήκε στο βαγόνι μου και κάθισε στο παράθυρο στην ίδια θέση, αλλά την αντιδιαμετρικά αντίθετη από τη δική μου. Είχε το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια και έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του. Για άλλη μια φορά σήμερα δε μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από έναν άγνωστο.

Στην επόμενη στάση μπήκε και κάθισε ακριβώς απέναντί του ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Αυτός ούτε που τους είδε. Το νεράντζι στο χέρι μου.

Άρχισαν να μιλούν, και αυτός αναδεύτηκε. Άρχισε δειλά να σηκώνει το κεφάλι και να δείχνει ότι καταλαβαίνει που βρίσκεται, τι γίνεται. Το νεράντζι στο χέρι μου.

Καταλάβαινε πολύ καλά τι έλεγαν οι δύο ηλικιωμένοι και φαινόταν στο πρόσωπό του να βγαίνει η μανία. Όχι, όμως, μόνο αυτή. Εκεί ακριβώς απέναντί μου, μέσα σε ένα τρένο του ΗΣΑΠ είδα έναν άνθρωπο να ακούει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και να μεταμορφώνεται. Όλα άρχισαν από τα χέρια του. Γέμισαν ρυτίδες και πανάδες και εξαπλώθηκαν παντού. Το σώμα πλαδάρεψε, τα μάγουλα και η κοιλιά κρέμασαν. Τα μάτια κρύφτηκαν πίσω από σακούλες και κύκλους μαύρους, τα μαλλιά αραίωσαν και γκρίζαραν. Αυτός ο άνθρωπος, ο νέος που μπήκε στο τρένο στη στάση Πετράλωνα και κάθισε στην αντιδιαμετρικά αντίθετη θέση από μένα και έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα και το σήκωσε μόνο για να ακούσει αυτά που έλεγε ψιθυρίζοντας ένα ηλικιωμένο ζευγάρι είχε γίνει ένας γέρος. Ένας γέρος. Το χέρι μου ανοιχτό και ακίνητο. Το νεράντζι είχε κυλήσει στα πόδια του.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 06, 2007

Τα βρυξελιώτικα...

Στην έδρα και πρωτεύουσα της σύγχρονης Βαβέλ (= Ευρωπαϊκή Ένωση), στις Βρυξέλλες, εκεί όπου συνυπάρχουν 27 διαφορετικοί λαοί με τις συνήθειες, τις νοοτροπίες και τον τρόπο εργασίας τους, έχει επινοηθεί, μεταξύ άλλων, κ μια νέα γλώσσα. Το αξιοπερίεργο, αλλά κυρίως το καινοτόμο αυτής, είναι ότι είναι μια νέα γλώσσα στα πλαίσια των υπαρχουσών γλωσσών. Ωραία, αυτό μάλλον είναι λίγο ακαταλαβίστικο. Εννοώ πώς η νέα αυτή γλώσσα είναι νέα για όλες τις υπάρχουσες γλώσσες. Χμ, και ακαταννοητό είναι. Περιγράφω:
Έστω ότι αναγκάζεστε (γιατί μόνο από ανάγκη θα βρεθείτε σε αυτή τη δινή θέση, αν είναι από επιθυμία τότε είστε βιτσιόζοι και θα ασχοληθούμε άλλη φορά με την περίπτωσή σας) να διαβάσετε το κείμενο που επεξηγεί την Τάδε πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής π.χ την Περιφερειακή Πολιτική. Φυσικά ως περήφανοι Έλληνες θα επιλέξουμε τη μητρική μας γλώσσα. Πολύ ωραία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα πάνε καλά, άσε που αισθανόμαστε και εθνική υπερηφάνια που η γλώσσα μας ανήκει στις επίσημες γλώσσες της Βαβέλ. Κατεβάζουμε το κείμενο σε μορφή pdf στον υπολογιστή μας, το εκτυπώνουμε για διευκόλυνσή μας, βάζουμε τα γυαλιά μας, παίρνουμε και ένα μαρκαδόρο για να σημειώνουμε και αρχίζουμε την ανάγνωση. Μόλις στη δεύτερη παράγραφο συνειδητοποιούμε ότι ενώ οι λέξεις και τα γράμματα μας είναι γνωστά δεν καταλαβαίνουμε γρί. Τίποτα, niente, nada, rien!!! Και αναρωτιόμαστε γιατί. Τότε λέμε, "α, θα φταίει η μετάφραση" ας το διαβάσω το κειμενάκι (389 σελίδες) στα αγγλικά. Ακολουθούμε την ίδια διαδικασία και ανακαλύπτουμε στην πρώτη παράγραφο αυτή τη φορά ότι και πάλι γρι δεν καταλαβαίνουμε!!!
Αυτή λοιπόν η ακατάλυπτη γλώσσα απαιτεί από τον αναγνώστη (προσοχή μιλάμε για τον αναγνώστη της μητρικής του γλώσσας) να εντρυφήσει σε αυτή. Και να καταννοήσει ότι πίσω από κάθε λέξη κρύβεται η διαδικασία λήψης αποφάσεων αυτού του μορφώματος. Δηλαδή η συνεχής διαδικασία του συμβιβασμού. Για να συμβιβαστείς όμως, ακόμη και στο πιο απλό θέμα, θα πρέπει να το συζητήσεις για ώρες σε χίλια διαφορετικά επίπεδα. Από τους υπαλλήλους μέχρι τους υπουργούς. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, το μπάχαλο. Μεγάλο μπάχαλο. Κ γίνεται ακόμη χειρότερο στον τελικό αναγνώστη, στον εφαρμοστή της Χ πολιτικής! Που δεν καταλαβαίνει.
Ας φανταστούμε και το απίθανο! Η ίδια η Επιτροπή αντιλαμβανόμενη το πρόβλημα βάζει τους υπαλλήλους της να παρακολουθούν σεμινάρια τιτλοφορούμενα "fight the fog - clear writting"!!! Ποια ομίχλη να παλέψετε, βρε...γραφειοκράτες (μέγιστη προσβολή). Εδώ πρέπει να εντάξετε στα πανεπιστήμια, αν όχι στα σχολεία, ειδικό μάθημα εκμάθησης της γλώσσας σας: "Βρυξελιώτικα Ι - Βruxellois Ι (γαλλιστί)".
Αυτή τη γλώσσα καλούμε αυτή τη στιγμή όχι μόνο να καταλάβω αλλά να αναπαράγω και γιαυτό σκέφτηκα να μοιραστώ τον πόνο μου!!! Ο θεός να σας φυλάει από τέτοια ασχολία.
Δέχομαι εκφράσεις συμπάθειας από 9 π.μ μέχρι 9 μ.μ
Ευχαριστώ (κλαψ)

Υ.Γ Την ορθότητα αυτών μπορεί να πιστοποιήσει και η κροτ (krotkaya.blogspot.com)

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 01, 2007

Ο ηλίθιος

Έχω 4 ανίψια (2 από αδελφή και δύο από αδελφό). Παιδιά δεν έχω. Θα ήθελα να είχα αλλά ακόμη δεν έχω. Έχω όμως ανίψια. Όλα αγόρια...
Ο μεγάλος ανιψιός, ο πρώτος, ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς. Το βασίλειο όμως απέκτησε και πρίγκιπα ο οποίος ερίζει το θρόνο του. Σύντομα, μόλις στα 5 χρόνια της βασιλείας του. Ζήλεψε ο Βασιλεύς. Σκύλιασε. Ζηλεύει. Σκυλιάζει.
Μια από όλες τις μέρες της ζήλιας αποκαλεί τον αδελφό του ηλίθιο και ο γλυκύτατος πατέρας νομίζει ότι τον έπιασε και θα του μάθει καλή διαγωγή. Του λέει:
- "Μη λες τον αδελφό σου ηλίθιο γιατί ο αδελφός ενός ηλίθιου μάλλον δεν θα είναι και πολύ έξυπνος",
- "Ναι, αλλά ο πατέρας ενός ηλίθιου σίγουρα δεν είναι έξυπνος".
Ηλίθιος...

[Αφιέρωμα στο http://mpampakis.wordpress.com, Απρόοπτοι Διάλογοι 29/01/07]