Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

Στο σφυρί


Στο σφυρί

Ό μεγάλος J. K. Calbraith έλεγε ότι ο μηχανιστικός καπιταλισμός, το σύστημα της παραγωγής δηλαδή που αφήνει την αγορά (αυτό το άυλο πράγμα που στοιχειoθετούν οι επιμέρους αγορές των αγαθών, των υπηρεσιών, της εργασίας, του χρήματος κτλ) να καθορίζει απόλυτα τους κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού, θα μας οδηγήσει σε απαξίωση και ευτελισμό των κοινωνικών σχέσεων! Και εγώ, μέγας οικονομολόγος λέγω ότι θα μας οδηγήσει σε ακόμη χειρότερα μονοπάτια. Και επεξηγώ. Από την έννοια του ανθρώπου και των αξιών του οδηγούμαστε άργα κάποιες φορές, και πολύ πιο γρήγορα κάποιες άλλες, στον κατήφορο της έννοιας του καταναλωτή και των αναγκών του. Εσύ τι λές Καταναλωτή?

Βασικές οικονομικές έννοιες

Α. Καταναλωτής: Ο καταναλωτής δεν έχει απόψεις, έχει ανάγκες. Ο καταναλωτής δεν έχει φίλους, έχει ανάγκες. Ο καταναλωτής δεν έχει μάνα, έχει ανάγκες. Και για να καλύψει αυτές τις ανάγκες καθημερινώς παίρνει το δισάκι του και κατευθύνεται σε αυτό τον πλασματικό χώρο που λέγεται αγορά και προσφέρει μέρος του ωραίου πλην περιορισμένου του εισοδήματος για να αγοράσει τις ποσότητες των αγαθών και υπηρεσιών εκείνων που θα καλύψουν τις ανάγκες του.

Β. Η αγορά: δεν είναι τίποτε άλλο από τον ιδανικό τόπο συνεύρεσης δύο προαιώνιων εχθρών...Αυτών που πουλούν και αυτών που αγοράζουν. Άτομα τα οποία έχουν εντελώς αντικρουόμενα συμφέροντα: οι μεν πρώτοι θέλουν να πωλήσουν τη μέγιστη δυνατή ποσότητα του προϊόντος τους στη μέγιστη δυνατή τιμή και οι δε να αγοράσουν τη μέγιστη δυνατή ποσότητα στην ελάχιστη δυνατή τιμή.

Γ. Η Τιμή: το ρητό λέει «πως τιμή δεν έχει και χαράς τον που την έχει». Ισχύει? Τσου. Η τιμή είναι απλώς η θυσία που πρέπει να υποστεί ο αγοραστής για να ωφεληθεί από την κατανάλωση 1 μονάδας αγαθού. Και αντίστοιχα, τιμή είναι η ωφέλεια του πωλητή για την πώληση 1 μονάδας αγαθού. Γιατί αυτός ο δόλιος την έχει προ-υποστεί τη θυσία και το κόστος για την παραγωγή αυτής της μονάδας αγαθού. Λογικά σκεπτόμενοι και οι δύο θα θελήσουν ο μεν πρώτος να ελαχιστοποιήσει την θυσία του και ο δεύτερος να μεγιστοποιήσει την ωφέλεια του! Αντικρουόμενα τα συμφέροντα? Βεβαίως. Η τιμή λοιπόν αποτελεί τόσο το συνδετικό κρίκο των δύο, όσο και την άβυσσο που τους χωρίζει

Ας σκεφτούμε το εξής... Ο Καταναλωτής θέλει να αγοράζει και ο παραγωγός θέλει να πουλά. Ο καταναλωτής μπορεί αν το θελήσει να πουλήσει και αυτός? «Ναι», θα μου πείς Καταναλωτή, «το αυτοκίνητο ή το σπίτι του». Κι αν δεν έχει? «Τα ρούχα του, τα βιβλία του, τα υπάρχοντά του». Και αν δεν έχει? Τι μπορεί να πουλήσει? «Τίποτα» θα μου πείς. «Αμ δε», θα σου πώ εγώ. Μπορεί να πουλήσει κάτι ακόμη που είμαστε σίγουροι ότι κατέχει. Μα την ίδια του τη ζωή. Βεβαίως και μπορεί, και μη κάνεις τον ανίδεο ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ. Σε άλλες εποχές υπήρχαν κάποιοι που νομίμως ζούσαν και πλούτιζαν από την αγοραπωλησία ζωών. Πίστευες, όμως, Καταναλωτή ότι κάτι τέτοια νοσηρά φαινόμενα έχουν πλήρως εξαληφθεί από τις νόμιμες τουλάχιστον «παραγωγικές δραστηριότητες».

Ε, έτσι νόμιζα κι εγώ μέχρι που άκουσα, έψαξα και έμαθα ότι σε αυτή την παγκόσμια αγορά, υπάρχει μια ηλεκτρονική αγορά, ένα θαύμα του πολιτισμού δηλαδή, στο οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει και να πουλήσει ότι ποθεί η ψυχή του. Και βέβαια εκεί στράφηκε ο Αυστραλός, 24χρονος παρακαλώ, για να πουλήσει ότι μπορεί. Και όχι έτσι σε μια προκαθορισμένη τιμή, αλλά σε δημοπρασία. Ο Nicael (φωτό κα. Καταναλωτή παρατίθεται) προσφέρει τη ζωή του στο e-bay σε όποιον θέλει να την αγοράσει προς 24.222 αμερικανικά δολλάρια. Και δεν έχω ακόμη πολλά να πώ παρά να θέσω κάποιες ερωτήσεις:

1) Ως οικονομολόγος έχω «ανάγκη» να μάθω ποια ανάγκη τον ώθησε να πουλήσει τη ζωή του,

2) και μετά τι θα κάνει για ζωή? Αλλά τι λέω αυτό είναι εύκολο, θα αγοράσει μια καινούργια, ολοκαίνουργια και απαστράπτουσα, κατευθείαν από το κουτί, με εγγύηση 2 ετών και πλήρη after-sales υποστήριξη,

3) η ψυχή του πάει πακέτο, γιατί αν ναι τότε καλωσόρισε το διάβολο Καταναλωτή, ο οποίος ήρθε και θα μείνει γιατί έχουμε γίνει πολύ φτηνοί. Ή μπορεί να φύγει και να σταματήσει κι αυτός να ενδιαφέρεται γιατί η υπερπροσφορά ρίχνει τις τιμές και ευτελίζει το αγαθό.

4) Κι αν το έκανε για την πλάκα του? Τρομάζω και μόνο στην ιδέα, ανατριχιάζω.

5) Κ τέλος ποια ανάγκη ώθησε τον αγοραστή τη μέρα Χ, να πάρει το δισάκι του και να πάει στην παγκόσμια αγορά για να αγοράσει μια ζωή? Διάβολε, προσοχή. Ο ανταγωνισμός θεριεύει!!!!!!

Α, ξέχασα να πώ ότι και για σένα Καταναλωτή υπάρχει μια «νέα ζωή προς πώληση» αν το επιθυμείς (http://cgi.ebay.com.au/ws/eBayISAPI.dll?ViewItem&item=110078904033). Το manual έρχεται ως bonus.





Υ.Γ Η φωτό Κα. Καταναλωτή είναι ο Nicael Holt

Δευτέρα, Ιανουαρίου 22, 2007

16 χρόνια τηλεπάθεια

Δεν ξέρω αν έχεις νιώσει ποτέ κάποιον να βάζει λόγια στις σκέψεις σου. Να βρίσκει δηλαδή αυτό ακριβώς που νιώθεις και να το βάζει σε λέξεις, να του δίνει εικόνες και να το παρομοιάζει με άλλα πράγματα. Ξέρεις πόσο μου αρέσουν οι παρομοιώσεις. Μαζί σου το νιώθω αυτό 16 ολόκληρα χρόνια. Δε ξέρω πως να το πω. Να το πω τηλεπάθεια, να το πω ταύτιση απόψεων, να το πω... Για πες μου πως να το πω?
Είσαι μακρυά και το τηλέφωνο δε βοηθάει ρε γαμώτο, δε βοηθάει καθόλου. Θέλω πολύ να στα πω όλα αυτά που εσύ τα έγραψες μέσα σε μια σελιδούλα. Και θέλω να γκρινιάξω ανελέητα! Και δε μπορώ. Και κάθε φορά που σε βλέπω είναι για τόσο λίγο που η γκρίνια δε χωράει στο χρόνο. Υπάρχουν άλλα σημαντικότερα, ωραιότερα, πιο ελπιδοφόρα να ειπωθούν. Συγνώμη που στα λέω γραπτώς όλα αυτά, αλλά δε μπορώ αλλιώς. Το τηλέφωνο θα τα είχε ήδη χαλάσει!
Λοιπόν, ας έρθω στο προκείμενο γιατί εσύ κάνεις παρενθέσεις, εγώ αντιθέτως πλατιάζω. Πολύ πλατιάζω.
"Είναι κάτι μέρες" που λέει και το τραγούδι, που τα νιώθω αυτά που γράφεις μέσα απ' τη ψυχή μου. Δε θέλω να τα γράψω πουθενά, ή μάλλον δε μπορώ να τα γράψω πουθενά. Θέλω μονάχα να τα πω. Δε μου είναι εύκολο να βάζω σκέψεις μπερδεμένες σε λέξεις. Είναι σα να στέκεται ο δημοσιογράφος του «Ομιλείτε Ελληνικά» μπροστά στη μούρη σου και να σε ρωτά τον ορισμό του τάδε ή του δίνα ρήματος και να τον ξέρεις. Να τον ξέρεις τον ορισμό. Και να μη μπορείς να τον πείς. Να μη μπορείς να τον αρθρώσεις επακριβώς, να μπορείς μονάχα να τον περιγράψεις! Και μένεις σαν τον Ιταλό με τρία κουνιστά δάχτυλα μπροστά ακριβώς από σφιγμένα χείλια, που δεν ανοίγουν παρά για να δώσουν τη θέση τους σε επιφωνήματα και στην αρχή μιας πρότασης που δε θα τελειώσει ποτέ. Και νιώθεις και λίγο μαλάκας γιατί τον ξέρεις τον ορισμό αλλά αδύνατο να τον πείς. Αδύνατον.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι με βασανίζει να μη μπορώ να τη δω τη χρησιμότητα του εφταριού. Μου τη δίνει που δεν ήρθε το δέκα και κάθομαι να αναλύσω με μαθηματικά μοντέλα και το θεώρημα
Bernoulli που κρύφτηκε το γαμημένο και γιατί δε βγήκε κι αυτή τη φορά. Και αποφασίζω ότι φταίει η τράπουλα. Και βγαίνω έξω και τρέχω στο περίπτερο και παίρνω καινούργια, του μονοπωλίου (βλ. ταινία το "Κελεπούρι" Αλεξανδράκης, Ηλιόπουλος, Βουγιουκλάκη) και γυρίζω ακόμα πιο γρήγορα στο σπίτι. Την ξεπακετάρω και τη ρίχνω με βιασύνη και τραβάω κι άλλο χαρτί και είναι το τρία καρό. Και τότε τα πράγματα σκουραίνουν. Πέφτω σε βαθιά κατάθλιψη. Αναλύω, αναλύω, αναλύω, αναλύω και ξανά μανά αναλύω. Και καταλήγω στο "προφανές". Φυσικά και φταίει η τράπουλα, και φτου κι από την αρχή. Αέναη διαδικασία η αγορά νέας τράπουλας και "κοστοβόρα". Και σε κάτι στιγμές ενόρασης (όπως αυτή που προσφέρεις εδώ(krotkaya.blogspot.com, Γράμμα σε παλιά συμμαθήτρια) αντιλαμβάνομαι με όλα τα όργανα που διαθέτω (κ εννοώ συναίσθημα και λογική) ότι κάνω λάθος. Λάθος μέγα.
- Βρε ζώο, μου λέω, τι τη θες την τράπουλα? Μια από τα ίδια θα πάρεις, είναι του μονοπωλίου. Μια σου δόθηκε και σε σένα και σε όλους. Μία μόνο μία. Αυτήν έχεις και κοίτα να της αγαπήσεις λίγο παραπάνω. Και κοίτα να προσπαθήσεις λίγο παραπάνω. Να επιμείνεις. Να παραμείνεις. Και το τρία καλό είναι. Καλό για τώρα. Θα έρθει και το δέκα με τη σειρά του. Τι στο διάλο 4 τριάρια έχει η τράπουλα και 4 δεκάρια. Κάποια στιγμή θα κάτσει. Δε γίνεται είναι θέμα πιθανοτήτων. Και τα μαθηματικά δεν κάνουν λάθος ποτέ! Είναι άλλωστε μαθηματικώς αποδεδειγμένο...

Σε φιλώ και ελπίζω να τα καταφέρω να στα πω κι από το τηλέφωνο όλα αυτά! Μη με μαλώσεις κι εσύ. Με μάλωσε ο γάτος κι ο ψηλός την προηγούμενη βδομάδα. Ξέρω καλά τι κάνω και πώς το κάνω και γιατί το κάνω. Ακόμη ψάχνω πώς να μή το κάνω. Θα με βοηθήσεις?

Σάββατο, Ιανουαρίου 20, 2007

1. Οι ΈΤΣΙ κι οι ΑΛΛΙΩΣ

Στεκόμουν για μήνες ολόκληρους μονάχη να ατενίζω τζάμια και δρόμους και σταυροδρόμια, συνεχώς μα συνεχώς ασφυκτικά γεμάτα. Άνθρωποι, άνθρωποι παντού. Αυτοκίνητα, μηχανές, άσφαλτος, θόρυβος, μυρωδιές και δρόμοι, τόσοι δρόμοι να ξεκινούν και να τελειώνουν από εκεί που δείχνει το δάχτυλό του. Να μη μιλήσω φυσικά για τη γύμνια που με δέρνει για τουλάχιστον 150 ημέρες. 150 ημέρες ντροπής και.... Να φανταστείτε ότι όλοι αυτοί περνούν ντυμένοι, χωρίς να παραξενευτούν για τη γύμνια μου. Δεν τους πείραξε ούτε μια στιγμή η γκρίζα μου όψη, δεν τους πείραξαν ακόμη και τα ισχνά μου μέλη.
Δεν ξέρω καθόλου αν περιμένουν κάτι άλλο από μένα, δηλαδή άλλο από το να στέκομαι σε εκείνο το δρόμο γυμνή και ακίνητη. Αυτοί, όλοι μιλάνε και γι'αυτό νομίζω ότι δεν ενδιαφέρονται. Αυτό που είναι όμως πολύ ενδιαφέρον είναι να ακούσεις αυτά που λένε, γιατί όλο λένε χωρίς να ενδιαφέρονται: οι δουλειές, τα παιδιά, τα λεφτά, οι γυναίκες, οι άντρες, οι γκόμενες, οι γκόμενοι, η ερωτική πράξη, οι ερωτικές πράξεις και απραξίες και ξανά από την αρχή τα ίδια. Δεν αλλάζουν οι κουβέντες μόνο τα στόματα που τις λένε.
Μιλάνε και για άλλα όμως, λιγότερο κατανοητά από ‘μένα που επτά συναπτά χρόνια στέκω εδώ γυμνή καθώς σας ξαναείπα. Φοράνε και κάτι περίεργα πράγματα, όπως παραδείγματος χάριν κάτι που σφίγγει στο λαιμό λες και πέρασαν πρόσφατα από κρεμάλα. Αυτά δε τα περίεργα πράγματα στην άκρη τους είναι μυτερά και κάπου δείχνουν, αλλά μέχρι τώρα δεν έχω καταλάβει που. Περίεργα πράγματα σε διάφορα χρώματα και σχέδια. Μερικά έχουν και λουλούδια και εγώ αναρωτιέμαι «που έχει φτάσει ετούτος ο κόσμος, μέχρι και τις κρεμάλες έντυσε με λουλούδια». Και απορώ με μένα, απορώ.
Αυτό το «απορώ» το άκουσα μια μέρα μέσα από ένα αυτοκίνητο. Ο άνθρωπος μέσα δεν κουνούσε το στόμα του αλλά η φωνή του ακουγόταν δυνατή: «απορώ με μένα, απορώ». Μου φάνηκε τόσο ωραίο που το λέω κι εγώ καμιά φορά. Το φωνάζω δε, κάτι που δεν είναι καθόλου του χαρακτήρα μου, αλλά αυτοί συνεχίζουν να περνούν αδιάφοροι μπροστά μου. Ούτε ακούνε τίποτα και εγώ αναρωτιέμαι, μα καλά αυτοί δεν απορούν με τους εαυτούς τους, δεν απορούν;
Αυτοί εμένα όλοι ίδιοι μου φαίνονται, άλλοι κοντοί, άλλοι ψηλοί, άλλοι ανοιχτοί, άλλοι σκούροι, με μακριά ή κοντά μαλλιά, χοντροί ή αδύνατοι. Δεν μπορώ να πω υπάρχει ποικιλία. Μια ποικιλία γεμάτη από μια ακόμη πιο μεγάλη ομοιότητα. Δεν είναι τα χρώματα που τους αλλάζουν, αλλά οι συμπεριφορές. Και αυτές, (και εδώ δεν απορώ με μένα, δεν απορώ διόλου) είναι ίδιες και απαράλλαχτες. Όλοι τους περπατάνε στα δυό τους πόδια, έχουν δύο χέρια, δύο μάτια κτλ κτλ, τι να σας πω τη βρίσκω πολύ βαρετή αυτή την ποικιλία στην ομοιομορφία. Αυτοί είναι οι «ΈΤΣΙ». Οι πιο πολλοί τουλάχιστον είναι οι ΕΤΣΙ, γιατί υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, αυτοί που εγώ τους λέω οι «ΑΛΛΙΏΣ», που έχουν είτε λιγότερα από όλα αυτά, είτε πολύ περισσότερα. Τόσο μέσα τους όσο και απ’έξω τους.
Αυτοί οι ΑΛΛΙΏΣ είναι που εγώ τους έχω πολύ μεγάλη συμπάθεια. Θα σταθούν δίπλα μου και θα με ακουμπήσουν και τότε δε ντρέπομαι καθόλου που είμαι γυμνή, μπορεί και να μου μιλήσουν. Αυτοί οι ΑΛΛΙΏΣ λένε πάρα πολύ ωραία πράγματα και γελάνε και κλαίνε ορισμένοι. Πραγματικά. Αχ τι να πω, απορώ που κλαίνε και γελάνε έτσι στη μέση αυτού του δρόμου· του γεμάτου δρόμους άλλους και αυτοκίνητα και θόρυβο και κρύο και ζέστη και ανθρώπους ΈΤΣΙ. Πολύ τους χαίρομαι.
Αυτά όμως συμβαίνουν όταν είμαι γυμνή, γιατί μόλις έρθει η εποχή που ντύνομαι σιγά σιγά και ορθώνομαι και τεντώνομαι, σα να σηκώνομαι, ντύνομαι στα πράσινα και στα καφέ. Καταπληκτικός συνδυασμός, πάντα στη μόδα. Αχ είπα μόδα. Εγώ αυτό το πράγμα το βλέπω να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου. Απέναντί μου ακριβώς υπάρχει ένα τζάμι πάντα μα πάντα καθαρό και φωτισμένο. Μέσα του έχει χρώματα και πράγματα που γυαλίζουν κολλημένα πάνω σε μεγάλα κομμάτια ύφασμα. Και κάτι ψεύτικοι ΈΤΣΙ τα φοράνε και κάθονται συνέχεια ακίνητοι, σαν και μένα. Αυτοί οι ΈΤΣΙ μέσα από το τζάμι δεν έχουν ούτε μάτια, ούτε στόμα. Και είναι πάντα ακίνητοι. Αυτά που φοράνε όμως τα αλλάζουν τακτικά. Βασικά τους τα αλλάζουν κάποιοι άλλοι ΈΤΣΙ που βρίσκονται πάντα μέσα σ’αυτό το φωτεινό και καθαρό τζάμι.
Εκεί λοιπόν, κάθε μέρα σχεδόν, βλέπω τα χρώματα και είμαι σίγουρη πως αυτά τα χρώματα, μετά από πολύ λίγο, θα τα φοράνε και όλοι οι άλλοι ΈΤΣΙ. Οι ζωντανοί. Από κάποιον ΈΤΣΙ άκουσα, δηλαδή από αυτά που έλεγε σε ένα περίεργο μικροσκοπικό πράγμα που είχε κολλημένο στο αυτί του και αυτό του απαντούσε τόσο χαμηλόφωνα που δε μπορούσα να ακούσω ούτε λέξη, ότι αυτό το τζάμι, το πάντα καθαρό και φωτεινό, κάνει ένα πράγμα που λέγεται μόδα. Και όταν κάτι μπει μέσα σε αυτό το τζάμι είναι μόδα και όλοι οι ΈΤΣΙ τρέχουνε για να πάρουνε και αυτοί αυτό το μόδα. Καλά πόσο μόδα υπάρχει τελικά για να παίρνουνε όλοι τους; Τι έλεγα λοιπόν; Α ναι, ότι το πράσινο και το καφέ βρίσκεται πάντα, μα πάντα μέσα σε αυτό το τζάμι, το καθαρό και φωτεινό. Έτσι και εγώ πάντα αυτό φοράω και μου αρέσει πολύ, πάρα πολύ. Φαντάζομαι λοιπόν ότι από κάπου, με κάποιο τρόπο περίεργο και μαγικό παίρνω κι εγώ λιγάκι από το μόδα.
Όταν λοιπόν φοράω τα καφέ και τα πράσινα τότε οι ΈΤΣΙ συνεχίζουν να περνούν μπροστά μου με την ίδια ταχύτητα. Οι ΑΛΛΙΏΣ όμως, τι να πώ; Τρελαίνονται. Με συζητούν, με κοιτάζουν ολοένα και περισσότερο και με ακουμπάνε και μου μιλάνε και γελάνε και κλαίνε. Είναι υπέροχο. Είμαι τόσο υπερήφανη για τα πράσινα και τα καφέ μου. Και για κάποιο περίεργο και μαγικό λόγο, για τον οποίο πραγματικά απορώ, είμαι υπερήφανη γιαυτούς πολύ περισσότερο από μένα.
Όταν τα πράσινα και τα καφέ μου αποκτήσουν το πιο έντονο καφέ και πράσινο χρώμα τους θέλω και κάτι ακόμη. Νομίζω πως όλοι μας έτσι κάνουμε χωρίς εξαίρεση, παίρνουμε αυτό το πράσινο και το καφέ και μετά δε μας φτάνει η υπερηφάνεια, θέλουμε και λίγο ροζ και λίγο άσπρο. Το γαλάζιο δεν το έχουμε ποτέ, αυτό το κρατά ο ουρανός κι η θάλασσα. Δεν έχω δει ποτέ τη θάλασσα. Οι ΈΤΣΙ όμως, αλλά κυρίως οι ΑΛΛΙΏΣ, την αναφέρουν συχνά και κάποιος είπε μια μέρα ότι μοιάζει με τον ουρανό. Έτσι ξέρω εγώ για τη θάλασσα.
Μετά λοιπόν παίρνω αμπάριζα τα χρώματα και μπουμπουκιάζω. Πάνω στα πράσινα βάζω και άσπρα, ροζ, κίτρινα και λιγότερα πράσινα και είμαι τόσο υπερήφανη πάλι που μου φαίνεται από μακριά. Δεν ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει αλλά τότε οι ΈΤΣΙ και οι ΑΛΛΙΏΣ στέκονται πραγματικά μπροστά μου, σηκώνουν ελαφρά το πηγούνι, κλείνουν τα μάτια και κουνάνε τα ρουθούνια τους. Είναι τόσο αστείο που γελάω και κουνιέμαι συθέμελα και αυτοί ανοίγουν τα μάτια και αυτά γυαλίζουν περίεργα. Το γέλιο μου σταματάει και θέλω να τους ρωτήσω τι συμβαίνει, αλλά ντρέπομαι.
Κάποιος είπε ότι μυρίζει υπέροχα γύρω μου, αλλά εγώ δεν κατάλαβα «το μυρίζει». Τότε, και μάλιστα πολύ πρόσφατα το κάταλαβα αυτό, έρχονται συχνότερα (ή μάλλον μόνο τότε έρχονται) και κάθονται πάνω μου εκείνα τα πετούμενα με τις χρυσοκίτρινες ρίγες και τα μικρά φτερά που ζουζουνίζουν. Δε ξέρω τι κάνουν ή γιατί έρχονται πάντα έτσι, όλα μαζί. Ξέρω μόνο πως μπαίνουν μέσα στα χρώματα και κάθονται πάνω τους και όταν φεύγουν εγώ νιώθω τα μισά μου χρώματα πιο γεμάτα και τα μισά πιο άδεια. Τι περίεργα που είναι αυτά τα χρυσοκίτρινα, ζουζουνίστικα πετούμενα. Τα θέλω που έρχονται. Σα να νιώθω ότι δε θα μπορούσα χωρίς αυτά.
Αυτές τις μέρες νιώθω υπέροχα. Η μεγάλη, η ζεστή κίτρινη μπάλα, που οι άνθρωποι (και οι ΕΤΣΙ και οι ΑΛΛΙΩΣ) λένε ΉΛΙΟ έρχεται πιο συχνά και μένει πιο πολύ. Και τότε κι εγώ, με δύναμη βγάζω προς τα έξω όλο αυτό που κράταγα κρυμμένο τις 150 ημέρες της γύμνιας μου. Αναπνέω.
Περνάει έτσι λίγος καιρός που συνέχεια χαίρομαι. Χαίρομαι ακόμη και αυτή την περίεργη μπάλα, που μια είναι μπάλα και μια είναι μαχαίρι, και μας κοροϊδεύει όλους γιατί ποτέ μα ποτέ δεν είναι η ίδια. Κάθε μέρα αλλιώς. Πώς αντέχει τον εαυτό της αυτή η μπάλα να αλλάζει κάθε λίγο και λιγάκι και τελικά πάντα ίδια να μένει, να έρχεται και να φεύγει; Απορώ, ειλικρινά απορώ. Αυτή λοιπόν η μπάλα που έρχεται (η εγωίστρια) όταν εκείνη θέλει και μόνο για λίγο (η ακατάδεχτη) οι άνθρωποι την ονομάζουν ΣΕΛΉΝΗ. Δεν την πολυχωνεύω και να μην πω ότι τη φοβάμαι και λίγο.
Λοιπόν, μετά από λίγο καιρό από τότε που έρχονται τα μικρά ζουζουνίστικα χρυσοκίτρινα πετούμενα, νιώθω ότι βαραίνω και τότε ξέρω ότι έρχονται τα καλύτερα. Χάνω τα πλουμιστά μου χρώματα αλλά έρχονται ωραίες, πράσινες στην αρχή και μετά πορτοκαλοκίτρινες μπάλες (σαν τον ΗΛΙΟ) που κρέμονται από πάνω μου και μιλάνε όλες μαζί. Αχ, τι ωραία που είναι όταν αρχίζουν και μου μιλάνε και με ρωτάνε συνέχεια πράγματα και φωνάζουν και γελάνε! Αχ, ναι πόσο γελάνε και εγώ γελάω μαζί τους. Και τους μιλάω και τους εξηγώ και τους λέω ότι όσα δεν ξέρουν, δεν έχουν παρά να ακούσουν αυτούς που περνάνε από δίπλα τους. Ναι ντε, αυτούς που μιλάνε πολύ και ενδιαφέρονται λίγο, αυτούς τους ΈΤΣΙ και τους ΑΛΛΙΏΣ. Αλλά και αυτές οι μπάλες, οι πράσινες στην αρχή και οι πορτοκαλοκίτρινες μετά, είναι και αυτές πότε ΈΤΣΙ και πότε ΑΛΛΙΏΣ. Καταλαβαίνω απόλυτα γιατί, αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί κάθε φορά που βαραίνω και έρχονται οι μπάλες μου, μια τους δεν είναι ούτε ΈΤΣΙ ούτε ΑΛΛΙΏΣ. Δε ξέρω καθόλου πώς να την ονομάσω. Αλήθεια δε ξέρω και τι να την κάνω. Αυτή συνήθως μιλάει λίγο και ρωτάει να μάθει αυτά που εγώ δε ξέρω. Και ντρέπομαι που δεν τα ξέρω ή που δεν τα σκέφτηκα κι εγώ. Και δε ξέρω πάλι τι να πω. Είμαι σίγουρη πως ούτε οι άνθρωποι, ούτε οι ΈΤΣΙ ούτε και οι ΑΛΛΙΏΣ, ξέρουν τι να της πουν.
Αυτές οι περίεργες μπάλες όσο και να προσπαθούν δεν τα καταφέρνουν, και γιαυτό καθόλου δεν απορώ, που δεν τις παίρνουν όλες τις απαντήσεις που ζητάνε. Κάπως έτσι είναι και οι ΕΤΣΙ και οι ΑΛΛΙΩΣ, ψάχνουν και ξαναψάχνουν για να βρούνε κάποια πράγματα, που ποιός το ξέρει ίσως κάποια από αυτά δεν είναι να βρεθούν.
Ίσως δεν υπάρχουν απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις. Ίσως τελικά να υπάρχει μόνο μια και μοναδική απάντηση: όταν υπάρχει ο χειμώνας κάποιοι είναι μόνοι τους και γυμνοί και κανένας δε τους δίνει σημασία και μετά έρχεται η άνοιξη και μπουμπουκιάζουν και τότε όλοι τους προσέχουν και μετά έρχονται οι μπαλίτσες οι περίεργες που τόσο τους μοιάζουν και πάλι τότε να δείτε πως όλοι τους προσέχουν. Μα μετα;
Μετά έρχεται η χειρότερη στιγμή απ όλες. Όταν οι μπάλες γίνουν από πράσινες κιτρινοπορτοκαλί και περάσει λίγος καιρός και μεγαλώσουν και βαρύνουν τότε πέφτουν κάτω. Είναι απερίγραπτο να σας πω πως νιώθω βλέποντάς τες μόνες τους κάτω. Είναι παράλογο να βρίσκονται κάτω αυτές οι κιτρινοπορτοκαλί μικρές μπαλίτσες. Δε μπορώ να τις βλέπω μα δε μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Νιώθω θλίψη βαθιά. Και θέλω να σκίσω τα πράσινα και τα καφέ και θέλω να μείνω μόνη μου, γυμνή. Και να κρυφτώ και να μαζευτώ στη γωνιά μου. Και να μείνω έτσι για καιρό.
Όσο για τη μια, εκείνη τη μία μπαλίτσα, εκείνη την κιτρινοπορτοκαλί που κάνει τις ερωτήσεις που δεν έχουν απαντήσεις; Εκείνη δεν πέφτει ποτέ κάτω. Δεν το αντέχει. Ανοίγει τους πόρους της να βγουν οι ερωτήσεις της να καλύψουν το δρόμο, το θόρυβο, τις μυρωδιές, τη ζέστη, το κρύο. Και περιμένει. Στην αρχή δεν ήξερα τι περίμενε ούτε και μπορούσα να φανταστώ, μα κάθε φορά που συμβαίνει, αυτό που πάντα συμβαίνει, εκπλήσσομαι σα να ήταν η πρώτη φορά. Αυτό ποτέ δεν αλλάζει.
Ένας άνθρωπος. Ένας που τον βλέπω πάντα να έρχεται από μακριά με το ίδιο ύφος στα μάτια του, να πλησιάζει αργά χωρίς τίποτα να στέκεται εμπόδιο μπροστά του. Δεν υπολογίζει τους δρόμους και όλα τα άλλα. Δεν κοιτάζει ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Έχει κι αυτός ακούσει τις ερωτήσεις της και τις ξέρει και θέλει ένα σύντροφο κι αυτός. Έρχεται έτσι. Χωρίς κουβέντα, κοντοστέκεται μπροστά μου και την κοιτάζει. Και δεν κοιτάζει ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Κοιτάζει εκεί καταπάνω της. Και τότε πάλι εγώ φοβάμαι, μαζεύομαι και περιμένω. Περιμένω την κίνηση του. Αυτός δεν είναι ούτε ΕΤΣΙ ούτε ΑΛΛΙΩΣ, είναι μόνος του. Και τότε απλώνει το χέρι του και προσπαθεί να τη βρει. Κουνάω τα αγκάθια μου και καμιά φορά τον πετυχαίνω αλλά αυτό δεν τον αποθαρρύνει καθόλου. Ψάχνει και στο τέλος το ξέρω θα το βρει αυτό που ψάχνει. Είναι κρυμμένη πίσω από πράσινα και από καφέ και ανοίγεται μπροστά του για να την πιάσει. Και την πιάνει και την κόβει και την παίρνει μαζί του και φεύγει. Και τότε ξέρω ότι η στιγμή που όλες τους θα πέσουν και εγώ θα μείνω μονάχη και γυμνή έχει φτάσει. Και δε ξέρω πως να το πω όλο αυτό, μόνο που από τη μια το χαίρομαι και από την άλλη το φοβάμαι. Για όλες τις άλλες ξέρω καλά και από που ήρθαν και τι έγιναν. Είναι μία, μονάχα μία κάθε φορά, που το δρόμο της θα ήθελα να τον ξέρω. Αλλά δεν τον ξέρω και δε θα το μάθω και ποτέ. Είναι αυτή η μία που τις ερωτήσεις της θέλει να της βγάλει πιο πέρα από τον πράσινο και καφέ και πορτοκαλί κόσμο της. Και φωνάζει το σύντροφό της και αυτός φτάνει και την παίρνει μακριά. Τι κι αν εγώ έμεινα μονάχη, δεν τη νοιάζει. Έχει βρει εκείνο που έψαχνε. Ένα χέρι να τη κρατά και να της δείχνει τους άλλους τους δρόμους που φεύγουν μακριά κάτω από το δάχτυλό του. Αυτό που δείχνει κάπου που κανείς δε ξέρει. Και φεύγουν. Κι έφυγαν, και οι ΕΤΣΙ και οι ΑΛΛΙΩΣ έμειναν. Αυτοί είναι εδώ και εγώ είμαι εδώ και περιμένω την επόμενη πορτοκαλοκίτρινη μπαλίτσα να έρθει, να δω μήπως αυτή τη φορά καταφέρω να φύγω κι εγώ μαζί της. Δε ξέρω αν υπάρχει ένας κάποιος που θα με πάρει μακριά κρατώντας με στο ένα του χέρι, να με δείχνει και να λέει: να η σύντροφός μου, που κάνει τις ίδιες ερωτήσεις και περίμενε εμένα για να βρούμε μαζί της απαντήσεις.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2007

Ο ναύτης

Πιστεύω πως στη ζωή οι δεδομένες απόψεις είναι δεδομένες μέχρι να τις αλλάξουμε. Θα συμφωνούσε απολύτως με αυτή τη διαπίστωσή και η παλιά μου καθηγήτρια των γαλλικών, η οποία με αποκαλούσε "πεταλουδίτσα που πετά από λουλούδι σε λουλούδι", πολύ αποκαρδιωτική βεβαίως άποψη για ένα αγοράκι 14 χρονών! Επειδή όμως έτσι έχουν τα πραγμάτα και δεν αλλάζουν και αυτό το blog πεταλουδίτσα θα γενεί και θα αλλάζει επεξηγηματικό κείμενο του τίτλου του, συνεπώς και προσανατολισμό με κάθε ευκαιρία εναλλαγής και των απόψεων του γράφοντα.
Αυτή την περίοδο την έμπνευση μου την έδωσε ένας ναύτης. Και όχι μούτσος, και τα σχόλια με σεξουαλική χροιά είναι απολύτως περιττά. Και όπως κάθε ναύτης και αυτός "έχει τη δική του ιστορία"! Αυτό τον καιρό ψάχνει να βρεί τον εαυτό του στην αγκαλιά περαστικών γκομενιτσών και με έχει καλέσει επανειλημένως (πρόταση που θα αποδεχτώ βεβαίως βεβαίως) στην γνωστή πρακτική του "gomening". Γιατί όπως λέει χαρακτηριστικά προσπαθεί "να φτιάξει το βιογραφικό του", δηλαδή διόλου "να φτιάξει το μέλλον του" αλλά πολύ απλά "να αλλάξει το παρελθόν του"! Το βρήκα πολύ φιλοσοφημένο και γιαυτό παρακολουθώ ανελλιπώς την προσπάθειά του να καταντήσει ένα "αμετανόητο ρεμάλι". Είναι ευαίσθητη ψυχή όμως ο δόλιος και δεν τα καταφέρνει να γίνει αυτό που επιθυμεί. Καταφέρνει όμως πολλά, όπως να διαβάζει Μπουκόφσκι (Bukowski - γιατί με τίποτα δε μπορούσα να φανταστώ ότι έτσι γράφεται - el.wikipedia.org/wiki/Τσαρλς_Μπουκόφσκι) και να μεταφέρει μερικά από τα καλύτερά του. Σας παραπέμπω στον τίτλο του blog για αυτής της εβδομάδας το βασικό ρητό, άποψη και κοσμοθεωρία!

Athens...Voice

Μόλις γύρισα από τη σημερινή βραδυνή έξοδο κάθησα στον καναπέ μου να ξαποστάσω και αντί να ανοίξω το χαζοκούτι αποφάσισα να διαβάσω! Όχι κάτι ιδιαιτέρως πολύπλοκο και δαιδαλώδες αλλά μια χαριτωμένη και ελαφρώς διαφορετική εφημερίδα της Πόλης ήτοι την Athens Voice.
Μου αρέσει αυτή η εφημερίδα. Με κάνει και αισθάνομαι λίγο βλάχος βέβαια, με λίγα ενδιαφέροντα καθώς και ακόμη λιγότερο ενδιαφέρον να διευρύνω τα ενδιαφέροντά μου. Καμιά φορά με αγχώνει κιόλας. Όλα αυτά τα ωραία πράγματα εγώ πότε θα προλάβω όχι καν να τα κάνω ή απλά να τα δοκιμάσω, αλλά έστω να καταλάβω περί τίνος πρόκειται. Αυτή τη φορά όμως άφησα τα κόμπλεξ μου πίσω (ή έτσι νόμισα) και συνέχισα να διαβάζω αμέριμνος τα διάφορα άρθρα από τα πίσω προς τα μπρός. Δεν είμαι άραβας, απλώς πάντα έτσι κάνω με τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Τα διαβάζω από το τέλος προς την αρχή.
Καθώς διάβαζα λοιπόν ένα από τα ωραία αρθράκια το μέσα μου αντί να είναι σιωπηλό και απλώς να καταννοεί τις λέξεις άρχισε να «απαγγέλει» το κείμενο. Και όχι μόνο έτσι να μιλάει με τη δικιά μου τη φωνή, αλλά να μιλάει σχεδόν χωρίς να παίρνει ανάσα με μια τσιριχτή φωνούλα εικοσάχρονης ενζενύ, χωρίς ιδιαίτερες περγαμηνές στις θετικές επιστήμες, με ροζ φουστανάκι, φιόγκο στα μαλλιά και το ένα δάχτυλο χωμένο στο στόμα σα γλυφιντζούρι. Το μέσα μου έγινε το γωγουλίνι...Εύκολα λογάκια που προφέρονται ακόμη ευκολότερα, με τις ωραίες όμως παρεμβάσεις εις την αγγλικήν καθώς και τις απαραίτητες αργκό εκφράσεις, έτσι γραμμένα ώστε να διαβαστούν ως προφορικός λόγος και μάλιστα μονοκοπανιά, μονορούφι κι άσπρο πάτο. Κι εκεί άρχισα να τα παίρνω ολίγον γιατί αυτό το πράγμα με έκανε και πάλι να σκέφτομαι όλα αυτά για το βλάχος, τα ενδιαφέροντα κτλ. Άσε που τελικά δε μπόρεσα να καταλάβω σε τι ουσιαστικά αναφερόταν αυτό το άρθρο. Δηλαδή ποιός ήταν ο λόγος να γραφτεί. Κάτι είπε για το Μαρίνο, που ούτε καλό ήταν ούτε κακό, κάτι για κάποια καφέ και εστιατόρια, κάτι για καλές τιμές. Τι να πώ δε κατάλαβα τίποτα... Ακόμη. Αν εντρυφίσω λίγο περισσότερο μήπως καταλάβω? Αν αρχίσω να τη διαβάζω την εφηερίδα από την αρχή προς το τέλος, μήπως καταλάβω? Αυτό που με ανησύχησε όμως ήταν αυτή η φωνούλα. Μήπως να το ψάξω?
Αλλά όχι αυτό δε θα το ψάξω. Η φωνούλα δεν είναι δικιά μου. Είναι απλώς η φωνούλα αυτής που το έγραψε το αρθράκι! Αυτό ήθελε και αυτό έβγαλε. Πως κάποιοι θέλουν να βγάλουν τον καλύτερό μας εαυτό, έ αυτή ήθελε να βγάλει το Γωγουλίνι. Μήπως να της μοιάζει?

Παρασκευή, Ιανουαρίου 12, 2007

Αρρώστεια, περιέργεια, ανακάλυψη

Λοιπόν για να δικαιώσω και τον τίτλο του post ξεκινώ με τα γεγονότα:
1. Από την Τρίτη το βράδυ είμαι άρρωστος. έπεσα στα δίχτυα της γρίπης που σέρνεται στην Αθήνα τις τελευταίες μέρες και έχει στείλει πολύ κόσμο στο κρεββάτι του.
2. Από περιέργεια και για να καταλάβω τι παίζεται στα blogs άρχισα, με απαρχή τα links της krotkaya, να ξεφυλλίζω διάφορα από τα πολλά.
3. Μέσα σε αυτά ανακαλύπτω πολύ ωραία, μα πάρα πολύ ωραία πράγματα. Και όχι μόνο ωραία αλλά και ενδιαφέροντα.
Επίσης όμως ανακαλύπτω ότι δεν έχω καμία μα καμία ιδέα γιατί αποφάσισα να συμμετάσω εγώ σε αυτή τη διαδικασία. Τώρα θα μου πείτε, έχει καμία σημασία το γιατί? μάλλον δεν έχει. έχει όμως σημασία για κάποιον που όλη του τη ζωή οφείλει να μαθαίνει το γιατί!!!! Γιατί, γιατί, γιατί, γιατί. Ε, γιατί έτσι λοιπόν! μου απαντώ σε ένα ξέσπασμα θυμού envers moi meme, αλλά και για να "είμαι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό μου" όπως με πολύ στόμφο με πληροφόρησε κάποτε η φίλη μου η Τζεσί!!!! Από τότε λοιπόν αυτό έγινε το motto μου και προσπαθώ επίπονα να το καταφέρνω κάθε στιγμή. Σιγά που το καταφέρνω!

Υ.Γ από ειρωνία πάντως σκίζουνε τα blogs. Κάποιους τους φοβήθηκα... Στο σταυρό μου!

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2007

Πάει καιρός...

Πάει καιρός... ένας χρόνος, ένας ακόμη χρόνος. Κι όμως μέσα σε αυτό το χρόνο κάναμε πολλά... Σα διαφήμιση ακούγεται τούτο. Λοιπόν, εγώ έλειψα σχεδόν ένα χρόνο από αυτή την προσπάθεια που άρχισα για μια μόνο μέρα πέρυσι το Μάρτιο. Μεσολάβησαν αρκετά γεγονότα που οφείλω να ομολογήσω πως με απέτρεψαν από το να ασχοληθώ με τον καμβά αυτό από άσπρες σελίδες.... Πώ πω ποίηση... Αλλά τώρα επανέρχομαι δριμύτερος με μια πρώτη ουσιαστική προσπάθεια κοινοποίησης ενός ενσταντανέ από το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή του ανδρός. Αυτό που θα τον υψώσει και μετατρέψει από έφηβο σε άνδρα, με παράστημα και ανδρεία. Με αρχές και...πολλά ακόμη που τα ψάχνω. Δεν είναι τίποτε άλλο φυσικά από το ΣΤΡΑΤΟ. Αποφάσισα και εγώ στα τριάντα μου να στρατευτώ. Δηλαδή μετά από επίπονες προσπάθειες να το αποφύγω με σπουδές (πολλές και ποικίλλες) με δουλειές και άλλες δικαιολογίες αποφάσισα (δηλαδή δεν το αποφάσισα εγώ αλλά η μητέρα πατρίδα) να καταταγώ. Τώρα πως άλλος αποφασίζει πότε και ποιος θα τον υπηρετήσει, θα κρατήσει υψηλά το φρόνημα και θα προστατεύσει μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός του την ακεραιότητα των συνόρων του ΔΕΝ ΞΕΡΩ. Αυτό όμως είναι ένα γεγονός. Κατάγην λοιπόν στο Πολεμικό Ναυτικό (το μέγα της θαλάσσης κράτος) και αυτό υπηρετώ από εκείνη την ημέρα, την 9η Μαΐου 2006. Δεν θα την ονομάσω αποφράδα γιατί υποσχέθηκα στον εαυτό μου να είμαι ανοιχτός σε νέες εμπειρίες και κυρίως να δέχομαι τις στιγμές για αυτό που είναι και όχι να περιμένω συνεχώς κάτι περισσότερο ή καλύτερο (απόφθεγμα σοφίας και 1,5 χρόνου ψυχανάλυσης)!
Υπηρέτησα λοιπόν στη Βάση Υποβρυχίων στην Ακριτική Σαλαμίνα για πέντε μήνες και μετά, γιατί όποιος έχει μέσο σε αυτή τη χώρα πάει μπροστά, ανέβηκα τα σκαλιά της ιεραρχίας και βρέθηκα στη Διοίκηση Υποβρυχίων (στην οποία βρίσκομαι ακόμη). Θα μου πείτε τώρα οποία η διαφορά. Κι όμως η διαφορά είναι χαώδης. Ένα κτίριο μας χωρίζει κι όμως μεταξύ τους η άβυσσος του αραλικιού, της καβάντζας και της ήσυχης ζωούλας!
Το περιστατικό που οφείλω να σας περιγράψω διαδραματίζεται στη Βάση Υποβρυχίων (http://www.hellenicnavy.gr/dy_main.asp, για περισσότερες πληροφορίες), στη Γραμματεία. Στο χαρτοβασίλειο της γραφειοκρατίας. Ακολουθεί η παρακάτω στιχομυθία:
- Πως γράφεται η λέξη "ελλιποβαρές", ερωτά ένας καθ’ όλα συμπαθής αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ένα ναύτη (= άχρηστο τεμάχιο ) που τυγχάνει να είναι αξιόλογος φιλόλογος.
- Είναι λάθος, του απαντά το τεμάχιο, η σωστή λέξη είναι "λιποβαρές" και προέρχεται από τον αόριστο β' του ρήματος Χ (δεν το θυμάμαι). Γράφεται δε με "γιώτα".
- Αποκλείεται, εξανίσταται ο συμπαθής αξιωματικός, γιατί αν το σωστό ήταν "λιποβαρές", θα έβγαινε από το λίπος και θα γραφόταν με "ύψιλον".
Σιγή στο ακροατήριο. Σιγή ιχθύος. Το τεμάχιο έχει μείνει με στόμα, ανοιχτό κι εγώ ( ο ευλογημένος που παραυρέθηκα σε αυτή τη συνάντηση) αρχίζω να γελάω, συγκαλυμμένα στην αρχή, απροκάλυπτα στη συνέχεια. Καμία αντίδραση από τον συμπαθή αξιωματικό. Συνέχισε τη δουλειά του, έγραψε τελικά "ελλιποβαρές" στο κείμενο του και είμαι σίγουρος πως αποφάσισε πως η σημερινή νεολαία έχει ξεφύγει από κάθε όριο, δεν υφίσταται εθνική συνείδηση, το στράτευμα καταρρέει με τη 12μηνη θητεία, και φυσικά πως για όλα μα για όλα τα προβλήματα αυτής της χώρας ευθύνεται η άλωση του κράτους από το ΠΑΣΟΚ.
Το Πολεμικό Ναυτικό επέζησε, τα τεμάχια επέζησαν, ο συμπαθής αξιωματικός επέζησε. Η Ελληνική γλώσσα τραυματίστηκε λίγο, αλλά κι αυτή θα τα καταφέρει. Εδώ επέζησε του Έβερτ!