Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2007

3. Μετά το Πάρτι

Ξύπνησα τη στιγμή ακριβώς που ένα τεράστιος μελαχρινός τύπος, με μια κακομούτσουνη ξανθιά με ύφος εκατό καρδιναλίων και μούσκλια να κρέμονται από τα μπράτσα του, έπαιζε αναίσχυντα 100 ευρώ πάνω στον κώλο μου. Το κεφάλι μου πονούσε φριχτά, αλλά ευτυχώς δε μπορώ να πω το ίδιο και για τον κώλο μου!

Αριστερά μου ήταν εκείνη... Ξέρεις πως λέει το τραγούδι για κείνη έτσι; Με το δέρμα της στο χρώμα του ελεφαντοστού, γυμνή με το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι το άλλο αφημένο, σχεδόν αναίσθητο πάνω στη πλάτη μου. Τα μαλλιά της, αυτά τα μαλλιά θα στοιχειώνουν τις μέρες μου το ξέρω, κοντοκουρεμένα αλλά κρατώντας ακόμη λίγη από την αίγλη τους ήταν τα μόνα που έβλεπα από το κεφάλι της.

Τα δύο κτήνη, μάλλον και άλλα κτήνη μαζί τους είχαν ποντάρει και στο δικό της κωλαράκι άλλα εκατό. Τη στο διάολο ρε πούστη μου, σκέφτηκα, για τον ιππόδρομο περάσανε τους κώλους μας.

Σηκώθηκα χωρίς να κοιτάξω κανένα, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και τρέκλισα ανεπαίσθητα προσπαθώντας να σηκωθώ. Έψαχνα τα ρούχα μου. Τουλάχιστον ένα βρακί, ένα σεντόνι να σκεπαστώ. Δε βρήκα τίποτα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Έπρεπε να σηκωθώ γιατί αυτός και αυτή με κοιτούσαν ακόμη πολύ έντονα, χαμογελώντας πλατιά αλλά κρατώντας μια σιωπή που με έκανε να αισθάνομαι χειρότερα από ποτέ!!! Εκείνη δεν είχε καταλάβει τίποτα. Στεκόταν ακόμη στην ίδια στάση με τα γελοία πράσινα χαρτονομίσματα στο γλουτό της να γυαλίζουν. Να γυαλίζουν, ειλικρινά με τρόπο αηδιαστικό! Αυτά τα χρήματα είχαν άξαφνα φτηνύνει ότι ήταν αυτό που ζήσαμε παρέα και εγώ δε θυμόμουν. Ήταν αδύνατο να θυμηθώ. Αυτά τα λεφτά είχαν χαλάσει τα πάντα. Είχαν κάνει το χρόνο ξαφνικά να κυλήσει απίστευτα γρήγορα. Σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω πανικοβλημένος στο σπίτι.

Διάδρομος μια κάλτσα, ευθεία - στρίβω δεξιά μπάνιο, δεύτερη κάλτσα και εσώρουχο. Είχα μόλις βρει τα απαραίτητα. Πίσω ευθεία και αριστερά. Δωμάτιο μπλούζα και παπούτσια. Άδικο, αυτό είναι άδικο, έπρεπε να βρω πρώτα το παντελόνι πριν με φάνε τα φαντάσματα σ’αυτό το περίεργο βιντεοπαιχνίδι. Πάλι πίσω και τρέχω προς την κουζίνα. Δίπλα στη πόρτα της πάλι αυτός και αυτή να με κοιτούν. Το χαμόγελο τους έχει χαθεί... Ευτυχώς. Συνεχίζω τη κούρσα μου και ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ βρίσκω ένα παντελόνι. Το φοράω, δένω τα παπούτσια. Το δεξί μου πόδι ασφυκτιά, το αριστερό το νιώθω καλύτερα.

Το τρέξιμο μέσα σ’ αυτό το σπίτι, που όσο περνούσε η ώρα μου φαινόταν ολοένα και πιο κρύο, απέβη άκαρπο. Δεν υπήρχαν σημάδια. Δεν υπήρχαν σημάδια που να μου έδειχναν ότι θα μπορούσα να έχω υπάρξει κάτοικός του. Έχοντας βρει τα ρούχα μου κατευθύνθηκα με κεκαλυμμένα τα κόμπλεξ προς την πόρτα του σπιτιού. Μια τόσο κοινή πόρτα σε ένα τόσο κοινό διαμέρισμα. Κοντοστάθηκα μπροστά της και το χαμόγελό εκείνης φάνηκε να ζωγραφίζεται επάνω στο άσπρο βαμμένο της ξύλο. Ναι το χαμόγελο εκείνης που στεκόταν, ζεστή ακόμη, με το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι στο διπλανό δωμάτιο. Εκείνης που στον κώλο της επάνω ο μαυριδερός και η ηλίθια ξανθιά φίλη του με τα μαύρα ρούχα και τα κάτωχρα πρόσωπα πόνταραν ασήμαντα μικροποσά. Ποια ήταν, γιατί ήταν εδώ και εγώ μαζί της, γιατί; Ένα τσίμπημα, εκεί ψηλά αριστερά στο στέρνο. Ένα τόσο δα τσίμπημα και το χέρι μου άνοιξε την πόρτα.

Ξεχύθηκα στο μικρό διάδρομο του 4ου ορόφου. Το ασανσέρ μπροστά μου και έτοιμο να με κατεβάσει. Να φύγω, να φύγω ήθελα και να στριγκλίσω μέχρι που οι χορδές μου να σπάσουν με πάταγο. Έπρεπε να φύγω, όπως ήμουν. Και μπήκα μέσα στο μικρό κουβούκλιο των 2 ατόμων. Και με κατέβασε χαμηλά. Και βγήκα στο δρόμο και άρχισα να τρέχω.

Ο δρόμος. Πάντα ο δρόμος να είναι μπροστά μου και τα αυτοκίνητα παρκαρισμένα και....πάλι εκείνη να χαμογελά, μέσα απ’ τα τζάμια. Και πάλι εκείνη να βάζει το στεφανωμένο από κόκκινα μαλλιά κεφάλι της μέσα στα δυο της χέρια που ακουμπούσαν στα γόνατα και να κλαίει. Αυτά τα δύο έβλεπα μπροστά μου. Τα διάφορα κλάματα και γέλια, σα μιας ολόκληρης ζωής, να ξεπροβάλουν από παντού. Μέσα από καθρέφτες, μέσα από σπίτια, μέσα από παράθυρα και πόρτες!!!

Οι πόρτες, οι πόρτες που όπως και να ήταν έφεραν πάνω τους τη μορφή της. Τη μια με βαριά κόκκινα ρούχα, με γάντια και σκούφους. Την άλλη με άσπρα αραχνοΰφαντα. Μια μορφή που έπαιρνε συνεχώς καινούργιο σχήμα. Πιο πυκνό. Πιο στιλπνό. Λιγότερο σκιά και περισσότερο χώμα και νερό. Και εγώ να τρέχω, χωρίς να νιώθω τα πόδια μου να ακουμπάνε πουθενά, χωρίς να νιώθω την αναπνοή μου να ζορίζεται. Να τρέχω χωρίς σκοπό, αλλά να οδηγούμαι κάπου. Και η μορφή της παντού. Να αλλάζει το χαμόγελο, μα είμαι σίγουρος, πως ο ήχος του γέλιου της έμενε ίδιος. Μόνο αυτό ίδιο, όλα τα άλλα να φθείρονται.

Έφτασα στο παλιό τρένο. Αυτό με τους ομοιόμορφους τσιμεντένιους σταθμούς και το ίδιο σκασμένο πάτωμα. Αυτό το πάτωμα που μοιάζει με ρυτιδιασμένο πρόσωπο, το χαραγμένο από χίλιες εκφράσεις. Αυτό το πάτωμα που μέσα του ξεπρόβαλε πάλι το πρόσωπό της. Πιο λευκό από ποτέ. Πιο χαμογελαστό από ποτέ, αλλά τόσο μα τόσο κουρασμένο. Ήθελα και πάλι να τρέξω, να φύγω. Για πρώτη φορά όμως το πρόσωπο ήθελε κάτι να πει. Ήταν έτοιμο να μιλήσει κι εγώ δεν ήθελα καθόλου να ακούσω, δεν ήθελα να το ακούσω να μιλά. Τα μάτια του είχαν γραμμές γύρω τους και μέσα στις γραμμές ένα μαύρο απόκοσμο. Μαύρο και άσπρο το πρόσωπό της και το χαμόγελο ακόμη να γνέφει. Ίδιο κι απαράλλακτο. Τα μαλλιά ξασπρισμένα και τα μάτια ξεπλυμένα σα πολυφορεμένα μαύρα ρούχα.

Σώθηκα από το τρένο που έφτασε. Το πορτοκαλί τρένο που βγάζει αυτό τον στριγκό ήχο όταν σταματά, γιατί τα μέταλλα ακουμπάνε μεταξύ τους και δεν ταιριάζουνε, φωνάζουν, πνίγονται. Οι πόρτες - ξανά και ξανά οι πόρτες - άνοιξαν και χώθηκα μέσα με μια μόνο κίνηση. Κάθισα παράθυρο κοιτώντας έξω. Το παράθυρο γέμισε από εικόνες της. Από σκηνές ταινίας, μιας ταινίας γεμάτης ποτήρια λευκό κρασί, finger food, γέλια και κλάματα. Συνεχώς η ίδια ταινία, ξανά και ξανά από την αρχή η ίδια ταινία. Δεν αντέχω άλλο αυτή την βουβή προβολή και φυλακίζω το κεφάλι στα χέρια ανάμεσα στα γόνατά μου. Και ξαφνικά η ταινία αποκτά ήχο που βγαίνει από μπρος μου. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω ένα ζευγάρι, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι κάθεται με σταυρωμένα χέρια, τις τσάντες τους στα γόνατα. Η απόλυτη ευπρέπεια. Μιλάει τόσο χαμηλόφωνα όσο επιβάλλουν οι κανόνες της καλής συμπεριφοράς και περιγράφει. Ακούω ψιθύρους, ταιριαστούς, απόλυτα ταιριαστούς με τις εικόνες που προβάλλονται στο τζάμι. Και ξαφνικά οι ψίθυροι γίνονται ήχοι και εγώ τους καταλαβαίνω:

- «Τόσο αγαπημένοι», είπε η γυναίκα, «πενήντα χρόνια αγάπη». «Έτσι είναι» της είπε ο άντρας, «όπως τα λες»...

Και αυτό που περιγράφουν αποκτά στα αυτιά μου μια περίεργη βαρύτητα και το κάθισμα με ρουφάει, σιγά αλλά σταθερά, το κάθισμα με ρουφάει. Το πόδι μου, το αριστερό μου πόδι σκοντάφτει, έτσι καθισμένο όπως είναι σκοντάφτει σε μια στρογγυλή μπάλα. Γνέφω να κοιτάξω και βλέπω ένα τόσο δα μικρό πορτακολοκίτρινο μπαλάκι που έχει ακουμπήσει στο πόδι μου. Όλα είναι καθαρά πιά. Φωτογραφήθηκαν πάνω στη φλούδα του και μοιάζουν να έχουν μπεί όλα στη θέση τους. Και την βλέπω καθαρά. Και με βλέπω καθαρά: τα χέρια μου ιδρώνουν, τα μαλλιά μου ασπρίζουν, το πρόσωπό μου γεμίζει ρυτίδες και τα ρούχα μου βάφονται μαύρα και καταλαβαίνω όλο και καλύτερα˙ κι όλα είναι πια καθαρά, όπως το χαμόγελο της.

«Από τη μια στιγμή στην άλλη...όλα ήταν καλά», ξαναείπε εκείνη. Μια γεμάτη ζωή. Μ’ ένα βήχα άρχισαν όλα, ξαφνικά. Τι είναι ένας βήχας; Ένα κρύωμα. Κι όμως, έτσι ήρθε...Ο καρκίνος (χαμηλόφωνα), τα νοσοκομεία, οι ελπίδες κι η απογοήτευση. Και το ξεπέρασε, το ξεπέρασε με το χαμόγελο όπως πάντα. Και γύρισε σπίτι της. Πέρασαν...τι... ένας, δύο μήνες καλοί, πάντα με το ίδιο χαμόγελο, με την ίδια διάθεση για ζωή, ώσπου εχθές το πρωί πήγε στο μπάνιο και είπε δεν αισθάνομαι καλά. Κάνε με ένα μπάνιο, του είπε, στόλισέ με, χτένισέ με, χάιδεψέ με, σήμερα θα πεθάνω. Το διανοείσαι; Σήμερα θα πεθάνω... Και τα έκανε όλα γελώντας κι εκείνος, κοροϊδεύοντας την. Την έλουσε, την έπλυνε, την έβαλε στο κρεβάτι γυμνή όπως κοιμόταν πάντα και πήγε να φωνάξει το γιατρό τους. Και όταν γύρισε, εκείνη ήταν ακόμη έτσι, ακίνητη. Το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι, το σεντόνι μισοπερασμένο να κρύβει τον κορμό της. Έτσι ξάφνου... Χριστέ μου έτσι ξαφνικά, κατάλαβε ότι έφυγε. Είμαι σίγουρη πως και σ’ αυτή την κατάσταση θα σκεφτόταν όπως πάντα, όπως έκανε σε όλη της τη ζωή - αυτή τη ζωή που την έζησε αγόγγυστα σα γιορτή. Ένα πράγμα θα ρωτούσε μόνο ακόμα και σήμερα, μετά από τόση γιορτή: ‘ Και τι, τώρα τι, έτσι θα μείνουμε, εδώ να περιμένουμε το πότε πάλι; Θα τα κανονίσουμε όλα τώρα, όλοι, εδώ’. Ήταν εκείνη που είχε πάντα τη λύση. Ήξερε πάντα τι θα επακολουθούσε. Και τώρα, μόνο αυτή ξέρει, απ’ όλους μας μόνο αυτή, πρώτη απ’ όλους. Εμείς όλοι θα μείνουμε - για πόσο ακόμη άραγε - να αναρωτιόμαστε... Και μετά το πάρτι, τι;»

3 σχόλια:

allmylife είπε...

τυχερή.....

mithradir είπε...

mithradir
Την ξέρεις και την αγαπάς πολύ!!!

mithradir είπε...

Η προηγούμενη απάντηση είναι λάθος!!! Νόμιζα ότι το comment αναφερόταν σε αυτή που μου έχει λείψει πολύ! Και ισχύει η απάντηση αν ισχύει ο σχολιασμός!
Σκέψου να το ακούς αυτό μέσα στο τρένο και να θές να κλάψεις αλλά να σε κρατάνε τα κοινωνικά στερεότυπα. Φρίκη. Φιλιά!!!