Σάββατο, Οκτωβρίου 11, 2008

Mister Nice Guy (3)

Το κοστούμι έμεινε για μέρες κρυμμένο στη ντουλάπα. Έμεινε και ξεχάστηκε. Μέχρι που ήρθες εσύ και μου είπες πράγματα και θάματα. Μου μίλησες για σένα, μου μίλησες για τη ζωή σου που έχτισες γύρω από ένα παιχνίδι. Μου μίλησες για το τραγούδι που σου έλεγε και σε έπειθε να μένεις εκεί. Να μην αλλάζεις παραστάσεις παρά να μένεις εκεί. Ακλόνητη. Βράχος. Γιατί έμεινες; Γιατί έμεινες μέχρι που τα παπούτσια σου γίνανε σκόνη, οι σόλες χώμα και τα τακούνια ανύπαρκτα; Γιατί χόρευες στο χορό που αυτός σου έμαθε; Χωρίς σταματημό; Γιατί δεν κάθησες να ξαποστάσεις; Γιατί δεν πήρες μιαν ανάσα κι ένα ποτήρι νερό; Γιατί συνέχισες να λικνίζεσαι στο δικό του το ρυθμό;
Όταν ρωτάω, θυμάμαι. Θυμάμαι το φυλαγμένο κουστούμι στη ντουλάπα κι αυτό γυαλίζει. Όπως την πρώτη φορά που το είδα. Γυαλίζουν τα τριμένα του γόνατα και οι αγκώνες και με φωνάζει κοντά του. Να πάω να το πιάσω να νιώσω τη λάμψη του.
Σε νιώθω, ξέρεις. Σε νιώθω πολύ καλά. Και ξέρω κι εγώ τις ερωτήσεις σου. Τις έχω μέσα μου και με κρατάνε στραμμένο στη ντουλάπα. Τις ξέρω καλά. Ξέρω και το τραγούδι αυτό των σειρήνων που σε κρατάει δεμένη στο άρμα του. Ξέρω και το πώς και το γιατί. Και την απάντηση την ξέρω.

Καληνύχτα για απόψε, κοστούμι.
Σε νίκησα.
Προσωρινά.
Καληνύχτα