Τετάρτη, Μαΐου 23, 2007

Άσμα ασμάτων

Μια φορά κι έναν καιρό κάποιοι Σύμβουλοι ήταν χαρούμενοι! Απέκτησαν νερό. Κι όχι όποιο κι όποιο νερό, νερό κρύο και γάργαρο προερχόμενο απ'τα βουνά της Λεβεντομάνας και Λεβεντογένας Κρήτης. Απέκτησαν Ζαρό. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση να φέρεις νερό στο Σύνταγμα. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση να φέρεις ψύκτη στο Σύνταγμα. Η συνήθεια του ζεστού τους είχε στιγματίσει. Αλλά εκείνη την ημέρα όλα ήταν υπέροχα!

Κύλησε ένας χαρούμενος χρόνος με κρύο νερό, μέρα και νύχτα, χειμώνα και καλοκαίρι. Ώσπου μια μέρα του Μαγιού, μέρα αποφράδα και κακή ο Ζαρός μας μίλησε. Άνοιξε το στοματάκι του και δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Μας είπε με περισσό θράσος ότι δεν θα μας ξαναέφερνε νερό. Νερό, γιόκ. Δεν άντεχε άλλο η αθάνατη και αδάμαστη κρητική ψυχή δεν άντεξε τον αγενή κύριο που έβριζε το Ζαρό και το νερό του. Που κάθε φορά που ο Ζαρός μας έφερνε τις όμορφες, κρυστάλλινες μπουκάλες του αυτός τον έβριζε με λόγια ανύποτα. Τον πέταγε έξω. Ζητούσε να τον αναγγείλουν ως σε άλλη Μαρία Αντουανέτα. Ως εδώ μας είπε ο Ζαρός. Να πάτε αλλού. Μην ψάξετε μακρυά ο αγενής αυτός Κύριος δεν ήταν άλλος από τον Άρχοντά τους, τον Αφέντη τους, το Βασιλιά τους, την Κορώνα στο κεφάλι τους. Ήταν ο Γενικός τους Διευθυντής. Αυτός ο άνθρωπος αυτός, που έχει τα φρύδια τοξοτά, το μουστάκι τσιγκελωτό και την κλανιά έτοιμη. Αυτός!
Και οι Σύμβουλοι έπεσαν σε θλίψη και κατήφεια. Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, έλεγαν με τρόμο ως άλλος Χορός αρχαίας τραγωδίας. Ο πόνος τους ήταν μεγάλος και το έριξαν στο τραγούδι. Συνέγραψαν και παρουσιάζουν το άσμα των ασμάτων. Μια αφιέρωση στο Ζαρό! Να είσαι πάντα καλά Ζαρέ. Να μας θυμάσαι. Εμείς δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ...

«Ο Τελευταίος Ζαρός»

Στίχοι: Α, Α, Π
Μουσική: Νίκος Καρβέλας
Πρώτη εκτέλεση: Α, Α, Π

Κρύψε μια μπουκάλα στη γωνιά
κι άσε τον ιδρώτα στο κορμί να κυλά
σκέψου τότε πώπω φραπεδιές
είχαμε νερά και για μαχαιριές

Γέμισε το λίγο πιο πολύ
Κι άσε τον κοσμάκη στη δίψα να πνιγεί
Πως τα φέρνει έτσι η Bicoζωή
δεν θα ξαναπιούμε πια μαζί

Ρεφραιν:
Τον Ιούνη θα 'χουν όλα τελειώσει
πόσο γρήγορα τελειώνει ο Ζαρός
Ας το πίναμε αγκαλιά πριν τελειώσει
Το τελευταίο νερό
Το τελευταίο νερό (x2)

Είναι αδύνατον να το σκεφτώ
πως ζεστό για πάντα πρέπει να σε πιω
Ας μην τέλειωνες ποτέ Ζαρέ
ας πληρώναν κάτι μην ήσουν βερεσέ

Μη με κάνεις άλλο να διψώ
Θεε μου, πως θ' αντέξω το φραπέ ζεστό
βάλε μου παγάκια πιο πολλά
κάνε με να νιώσω τη δροσιά ξανά

Ρεφραιν:
Τον Ιούνη θα ' χουν όλα τελειώσει
πόσο γρήγορα τελειώνει ο Ζαρός
Ας το πίναμε αγκαλιά πριν τελειώσει
Το τελευταίο νερό
Το τελευταίο νερό (x2)

Πέμπτη, Μαΐου 10, 2007

4. «Κάτω απ’τη μαρκίζα»

Έβρεχε, έβρεχε τόσο που είμαι σίγουρος πως ότι συνέβει δεν το είδα πραγματικά. Ήταν η καταιγίδα που έφταιγε. Τα μάτια μου δεν είχαν δει τίποτα, στην πραγματικότητα τα είχε όλα διαισθανθεί η ψυχή μου.

Βγήκα τρέχοντας από το τρένο. Όχι δεν είχα φτάσει στη στάση μου. Όχι δεν είχα και πάλι καθυστερήσει να βγώ από το βαγόνι στο σωστό σταθμό. Απλώς έπρεπε να φύγω. Ήταν σα να είχε τελειώσει η εκδρομή μου πριν την ώρα της. Είχα κατεβεί σε λάθος στάση.

Και πάλι το λέω μήπως και το πιστέψω κι εγώ. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος για το τι ακριβώς συνέβη. Μια γυναίκα, νέα στην ηλικία - γύρω στα τριάντα, και ένας ηλικιωμένος κύριος, γύρω στα 75, σε δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες θέσεις ένιωσα ότι είχαν μια χημεία μεταξύ τους. Δε ξέρω τι κατάλαβαν εκείνοι και κάπως δε με ενδιαφέρει κιόλας. Εγώ αυτό που κατάλαβα ήταν τρομακτικό.

Αυτός ο άνθρωπος πονούσε και αυτή η γυναίκα τον βοηθούσε από την αντιδιαμετρικά αντίθετη θέση που καθόταν να δει τον πόνο του. Μια άγνωστη, μέσα στο τρένο Πειραιά – Κηφισιά, σε μια αντιδιαμετρικά αντίθετη θέση, μια οποιαδήποτε Κυριακή του Δεκεμβρίου, στην Αθήνα της Ελλάδας. Και μέσα σ’ όλο ετούτο το σκηνικό κάτι κύλησε από το χέρι αυτής της κοπέλας και χτύπησε το πόδι του γέρου. Κάτι που δεν εκτοξεύτηκε. Απλά κύλησε με σιγουριά προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε. Ένα νεράντζι. Ένα νεράντζι που μόνο του κουνιέται και λυγιέται μέσα στο τρένο Πειραιά – Κηφισιά, μια οποιαδήποτε Κυριακή του Δεκεμβρίου, στην Αθήνα της Ελλάδας.

Αυτή η σκηνή, η σκηνή δηλαδή που δύο ξένοι άνθρωποι βιώνουν μια τόσο κοντινή στιγμή μου ήταν τρομακτική.

Βγήκα με βιασύνη από το βαγόνι. Χρειαζόμουν να αναπνεύσω. Βγήκα και κοντοστάθηκα. Πήρα μια βαθιά, μια πολύ βαθιά ανάσα, έψαξα στις τσέπες του παλτού μου και πήρα τα τσιγάρα μου. Έβγαλα ένα και το άναψα. Έκλεισα τα μάτια και τράβηξα μια βαθιά, μια πολύ βαθιά τζούρα και ένιωσα τον καπνό να φθάνει μέχρι τα νύχια μου. Τη στιγμή ακριβώς που η πορεία του καπνού έφτανε στο τέλος της και τα νύχια μου αποκτούσαν ονειρικές γκρι αποχρώσεις, άνοιξα τα μάτια. Μπροστά μου σε απόσταση 30 εκατοστών βρισκόταν το νεράντζι. Ναι, ναι, ναι το νεράντζι. Το τρένο είχε μόλις φύγει και αναλογιστείτε το παράλογο της κατάστασης: αυτό το ίδιο νεράντζι που κύλησε μέχρι το πόδι του ηλικιωμένου κυρίου που απέκτησε στο ξαφνικό μια πολύ στενή σχέση με μια νεαρή κοπέλα στο τρένο Πειραιά – Κηφισιά στην Αθήνα της Ελλάδας είχε αφ’εαυτού του κυλήσει ξανά και είχε βρεθεί μπροστά μου. Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνονται αυτοί που βιώνουν θαύματα. Που βλέπουν παππάδες εκεί που δεν υπάρχουν, αιμάτινα δάκρυα πάνω σε θρησκευτικούς πίνακες του βυζαντινού μεσαίωνα.

Κοίταζα μπροστά σαν το βλάκα με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη μου και το στόμα μισάνοιχτο. Αυτό το νεράντζι έφταιγε για όλα αυτά που είχαν συμβεί εκεί μέσα. Για όλη αυτή την περίεργη, τη σχεδόν αποκρουστική σχέση του γέρου με την κοπέλα. Αυτό και τίποτε άλλο. Και τώρα στεκόταν μπροστά μου απειλητικά. Απειλητικά. Το ξαναλέω για να το πιστέψω. Α-πει-λη-τι-κά. Αν με άκουγαν οι φίλοι μου θα μου έριχναν εκείνη τη λοξή ματιά της αποδοκιμασίας και δε θα έλεγαν τίποτα. Αλλά εγώ θα ήξερα, χα, θα ήξερα.

Αυτή η ματιά, αυτή τους η σιωπή θα σήμαινε «πάλι, ρε συ, πάλι;». Ναι θα απαντούσα πάλι, αλλά αυτή τη φορά το ξέρω, στέκεται μπροστά μου απειλιτικά. Δε ξέρω τι θέλει. Ξέρω μονάχα πως με ακολούθησε γιατί κατάλαβε, πως εγώ κατάλαβα αυτό που δεν έπρεπε να καταλάβω.

Που είμαι; Κοιτάζω δεξιά κι αριστερά. Στο Ηράκλειο είμαι, το λέει η ταμπέλα. Και δεν είμαι μόνος. Εγώ παραμένω ακίνητος μπροστά του, με το τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη μου και αυτό να είναι εκεί ακόμη μπροστά μου. Και το πιο περίεργο απ’όλα. Σκύβω προς το μέρος του, δε το κάνω εγώ το ορκίζομαι. Αλλά σκύβω. Το χαχόλικο παλτό μου έχει ήδη ακουμπήσει στα βρεμένα πλακάκια της αποβάθρας και στέκομαι στις μύτες των ποδιών. Έχω διπλώσει τα χέρια στο στομάχι και το κοιτάω. Ταλαντεύομαι στις μύτες και τα χέρια μου κουνιούνται. Μόνα τους κουνιούνται.

Απλώνω τα χέρια προς τα μπρός με τις παλάμες μου να χωρίζονται η μια της άλλης μόνο από 5 εκατοστά. Τα δάχτυλα ανοιχτά και γερμένα προς το αδέλφι τους της άλλης παλάμης. Φτιάχνουν μια φωλίτσα και έτσι απαλά χωρίς να το θέλω το πιάνουν. Το νεράντζι. Το νεράντζι είναι τώρα στα χέρια μου και το κρατώ απαλά και σφιχτά σα φυλαχτό. Ο κόσμος περνάει δίπλα μου και με κοιτάζει. Εγώ είμαι εκεί ακόμη να στέκομαι στις μύτες σκυφτός και στις παλάμες μου να έχω ένα νεράντζι. Σηκώνομαι αργά, τα πόδια τεντώνουν, τα χέρια το σφίγγουν και εικόνες μπαίνουν ορμητικά μέσα στο μυαλό μου.

Αυτό φωνάζει, ουρλιάζει «όχι μη, όχι φοβάμαι», και κάτι άλλο είναι εκεί. Κάτι που μιλάει και λέει πράγματα δικά μου, που τα ξέρω και τα έχω ξανακούσει μα ποτέ, ποτέ δεν κάλυψαν τη φωνή του, αυτού που τώρα φωνάζει και ουρλιάζει. Και αυτή η δεύτερη φωνή τώρα μιλάει, μιλάει και δε σταματά. Βρήκε το κουράγιο να τα πεί, βρήκε τον τρόπο και δε σταματά. Σιγανά κι αργά στην αρχή και μετά γρήγορα και πιο δυνατά, πιο δυνατά, πιο δυνατά. Και δεν ακούω τίποτα άλλο παρά αυτή τη φωνή να μου λέει «ΕΓΩΙΣΤΗ» και δεν απαντώ. Το ξέρω πως έτσι είναι «ΕΓΩΙΣΤΗΣ». Εγωιστής από την αρχή μέχρι το τέλος και τίποτα άλλο.

Και το ουρλιαχτό, το πρώτο ουρλιαχρό έχει σωπάσει. Έχει λουφάξει στη γωνιά του κι ακούει κι αυτό. Δε μπορεί να κάνει αλλιώς, ακούει όπως κι εγώ. Και η άλλη φωνή συνεχίζει να μιλάει και χειρονομεί, ζητάει το χώρο της και φέρνει αρώματα, χρώματα, εικόνες στο μυαλό μου. Και ξέρω που το πάει. Με προετοιμάζει γιαυτό που δε θέλω να δώ χρόνια τώρα. Καταχονιασμένες εικόνες, αραχνογεμισμένες. Εικόνες από σέπια που τις άφησα να μουχλιάσουν – λέει η φωνή – αντί να τις βάλω πρώτη θέση μόστρα στη μεγάλη τους κορνίζα και να τις βλέπω κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Και να τις ξεσκονίζω και να τις γυαλίζω. Γιατί αυτές οι εικόνες είμαι εγώ.

Να ‘τες ήρθαν και σφίγγω τα δόντια αλλά θα μείνω εδώ για να τις δώ, σα ταινία. Θα τις δώ κι ας μη δώ τίποτα άλλο μετά.

Ένας άντρας, εγώ, σε ένα σπίτι μικρό κι όμορφο περιφέρεται μέσα σα να είναι δικό του. Ναι, δικό του είναι. Και τα ‘χει όλα. Και την κουζίνα του τη μικρή, την κίτρινη κουζίνα του με τα άσπρα γυαλιστερά ντουλάπια της από λαδομπογιά και το μαρμάρινο νεροχύτη της. Κι έχει κι ένα δωμάτιο αυτό το σπίτι. Με κρεβάτι και δύο κομοδίνα γεμάτα βιβλία. Και από ένα πορτατίφ σε κάθε ένα. Το κρεβάτι μεγάλο, με ουρανό και κρέμονται δυό άσπρα – κάτασπρα κουρτινάκια αραχνούφαντα. Και είναι ξέστρωτο. Χριστέ μου πόσο μ’αρέσει το ξέστρωτο κρεβάτι. Νιώθω πως γι’αυτό είναι φτιαγμένα τα σεντόνια και οι κουβέρτες, για να πετιούνται δεξιά κι αριστερά. Να είναι πεταμένα κάτω, να σέρνονται στο πάτωμα, να μαζεύουν τη σκόνη του. Κι αυτοί που τα ζεσταίνουν αυτά τα σεντόνια να την αναπνέουν τη σκόνη τους. Δική τους είναι.

Κι ένα σαλονάκι έχει τόσο δα. Με ένα ξύλινο καναπεδάκι που γίνεται κι αυτό κρεβάτι. Και τραπεζάκι έχει και καρέκλες και κηροπήγια και μπουφέ. Όλα τα έχει το σπιτάκι, όλα.

Κι ο άντρας κινείται περίεργα. Με βιάση, χωρίς θυμό. Κρατάει στο χέρι του πράγματα του σπιτιού. Ρούχα, βιβλία, το ένα κομοδίνο. Όλα στο ένα του χέρι. Και γυρίζει δεξιά κι αριστερά να τ’απογυμνώσει το σπιτάκι. Να τ’ αφήσει μισό. Να πάρει ότι χωράει στο ένα του χέρι και να φύγει.

Γυρίζει στην κουζίνα. Βλέπω μια γυναίκα, ίδια με το σπίτι. Μικρή, προσεγμένη, γλυκειά. Με μάτια μικρά, δόντια μικρά, μύτη μικρή, μαλλιά μαύρα, χείλια κόκκινα, μάτια κόκκινα, μάγουλα κόκκινα, μύτη κόκκινη. Τον βλέπει και το κεφάλι της το βάζει μέσα στα δυό της χέρια. Κι αυτό κάτι λέει. Κάτι παράταιρο. Αυτός είναι άσπρος κι αυτή κόκκινη. Τι έχουν να πουν μεταξύ τους, τίποτα. Και κρατάει το μισό σπιτάκι στο ένα του χέρι.

Κι αυτή σηκώνεται απότομα, και τώρα καταλαβαίνω τι το ήθελε ελεύθερο το άλλο χέρι. Για να τη σταματήσει. Να τη σταματήσει που θέλει να τον σταματήσει να μη γυμνώσει το μικρό της το σπίτι. Και κάτι λέει ακόμη, κάτι για τη λογική του και την αξιοπρέπειά του που δε μπορεί να τις παρακούσει. Μα τι λέει, τα μάτια της είναι κόκκινα κι αυτός είναι άσπρος. Γυρίζει την πλάτη και πίσω του αφήνει τη ξεγνοιασιά της εκδρομής, αφήνει πίσω του τη στάση τη σωστή. Κι ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω κρατώντας στο ένα του χέρι το μισό σπιτάκι. Και κάπου μπαίνει και κάπου βγαίνει και πάντα κρατά στο χέρι του τα πράγματά του. Ώσπου κάπου τ’αφήνει και φεύγει. Κλειδώνει την πόρτα πίσω του και φεύγει.

Όλα γίνονται θολά για λίγο. Όλα γίνονται γκρί, θολό γκρί. Σαν τα μάτια του. Και όταν καθαρίζουν πάλι μπροστά μου βλέπω μια μέρα σαν τη σημερινή. Φαίνεται σα φωτογραφία το τοπίο τούτο της βροχής. Ο άντρας τρέχει γιατί βρέχει. Είναι αδύνατος, πολύ αδύνατος και γύρω από τα ματιά του έχει από τρεις κάθετες χαρακιές. Ο χρόνος, είτε χαράζει, είτε λειαίνει.

Βρέχει πάντως, βρέχει κι αυτός τρέχει μ’ ένα παλτό χαχόλικο να κρέμεται από πάνω του και μια τσάντα πάνω απ’ το κεφάλι του να προστατεύει ότι μπορεί κι αυτή. Ψάχνει κάπου να κρυφτεί και δε βρίσκει. Τα κτίρια είναι ψηλά γύρω του και λεία. Δε τη σταματούν τη βροχή. Ψάχνει κάπου να κρυφτεί. Ένα σπίτι μόνο σ’όλο το δρόμο έχει μια παλιά μαρκίζα που κρέμμεται ξυλομένη και βρίσκει ένα απάγκιο να σταθεί. Στέκεται. Τινάζει το νερό από πάνω του και κοιτάει το ρολόι του. Δίπλα του υπάρχει κάποιος που τον κοιτάει. Νιώθει το κοίταγμά του και γυρίζει ανέμελα. Το πρόσωπό του άσπρο. Τα μάτια του γκρί. Ξέρει σε ποιόν ανήκει εκείνο το κόκκινο πρόσωπο. Και το πρόσωπο χαμογελά και κραδαίνει ένα τόσο δα μικρό χεράκι που μένει μετέωρο στον αέρα γιατί το δικό του χέρι δε σηκώνεται. Μένει κολλημένο στο πλευρό του. Εκείνη μαζεύει το δικό της με χάρη και κάνει να μιλήσει. Κάτι λέει, τον ρωτάει τι κάνει, που μένει, που κοιμάται και πως ζεί, κι αυτός μένει έτσι. Δε μιλά, βροντά μέσα του και το μυαλό του του λέει «σκάσε έχεις ήδη πεί πολλά». Ούτε να αντιτάξει την ευγένια δε μπορεί. Δεν απαντά. Μένει να κοιτά μ’αυτά τα γκρίζα μάτια που μοιάζουν να αντιγράφουν τη βροχή. Εκείνη κοιτά για λίγο σαστισμένη. Η βροχή έχει κι άλλο δυναμώσει. Το πρόσωπό της κοκκινίζει, τα μάτια κοκκινίζουν, τα χείλη κοκκινίζουν και τα δόντια φαίνονται άσπρα μέσα απο αυτό το κατακόκκινο μισάνοιχτο στόμα. Σάλιο τα καλύπτει και μια μικρή άσπρη γραμούλα του έχει κολήσει εκεί στην ένωση του πάνω με του κάτω χειλιού. Αυτή την άσπρη γραμμούλα που εκείνος ήξερε πολύ καλά τι να την κάνει. Μα την άφησε εκεί να την πλύνει η βροχή.

Εκείνη χωρίς βιάση έστριψε το σώμα αριστερά τον προσπέρασε ακουμπώντας απαλά το χέρι της στον ώμο του και έφυγε μέσα στη βροχή. Δεν περπατούσε γρήγορα, βάδιζε λες και κάτω από τον πιο λαμπρό ήλιο. Βάδιζε αργά κάτω απ’αυτή τη γκρίζα βροχή. Κι αυτός εκεί να έχει γυρίσει να τη δεί να απομακρύνεται αργά. Μόνη της. Και σκέφτηκε εκείνο το σπιτάκι που το γύμνωσε κρατώντας ότι μπόρεσε να βάλει στο ένα του χέρι. Δεν έκανε τίποτα. Έμεινε εκεί μέχρι να κωπάσει η βροχή. Έβαλε τη τσάντα πάνω απ’το κεφάλι κι έφυγε όπως ήρθε. Τρέχοντας μόνος, προσέχοντας μη πέσει νερό στο κεφάλι του, του προκαλεί ημικρανία.

Και να την πάλι η βροχή. Και να το πάλι το παλτό. Αυτό το χαχόλικο παλτό να κρύβει τη γύμνια μου. Με βλέπω τώρα καθαρά. Και στο χέρι μου κρατάω ένα νεράντζι και ο κόσμος να περνά και να με κοιτά. κι έχω πια καταλάβει. Το τρένο έφυγε και μου άφησε ένα πρώιμο χριστουγεννιάτικο δώρο. Ήρθε η ώρα. Έτσι ακίνητος με το ένα χέρι μου γεμάτο να κρατάω κάτι και το άλλο ελεύθερο για να σκαλίσω. Μπήκα, μετά από τόσο καιρό, στο μέρος εκείνο που άφησα τα μισά πράγματα του μικρού σπιτιού. Τα πράγματα που είχα και τότε κρατήσει στο ένα μου χέρι. Το άλλο το είχα ελεύθερο για να τη σταματήσω. Και ήταν όλα εκεί τα πράγματα μου εκεί. Ούτε σκόνη, ούτε σκόρος, ούτε μούχλα. Ήταν όλα εκεί.

Έπρεπε να τα δώ για μια ακόμη φορά. Να τα πιάσω, να τα μυρίσω, να τα ακούσω να βογκάνε από μοναξιά. Να τα γευτώ. Κι έπιασα δουλειά. Φασίνα. Σκούπα, φαράσι, σφουγγαρίστρα και πριν προλάβω ούτε κιχ να κάνω ήταν όλα αστραφτερά. Έλαμπαν. Σα βιτρίνα είναι πια αυτό το μέρος. Μια όμορφη αστραφτερή βιτρίνα. Γκρί, στρογγυλή βιτρίνα, με άσπρο ξέξασπρο να λάμπει γύρω της. Και πίσω της ένα αστραφτερό χαμόγελο. Καθρέφτης έγινε το μισό σπιτάκι και μέσα του βλέπω τα μάτια μου.

Έσκυψα ξανά. Το παλτό ακούμπησε και πάλι στα βρεμμένα πλακάκια της αποβάθρας. Ακούμπησα το νεράντζι εκεί ακριβώς που το είχα βρεί. Μου φάνηκε λιγάκι πιο πορτοκαλί. Γύρισα να φύγω. Τρέχω χωρίς να το καταλάβω και αισθάνομαι το πρόσωπό μου κόκκινο, το στόμα μου κόκκινο, τη μύτη μου κόκκινη. Τρέχω. Γυρίζω ξαφνικά το κεφάλι. Μια γυναίκα δίπλα του, μια γυναίκα στα μαύρα και οι ρυτίδες της να μοιάζουνε ποτάμια γύρω από τα μάτια της. Μια γυναίκα μέσα στο κλάμα, σκέφτηκα. Αυτά τα δάκρυα της φτιαξαν τα ποτάμια και χαράξανε τα μάτια της. Όμορφα μάτια, έχουνε δει και έχουνε δει... Το νεράτζι όλα θα τα δεί, είπα χαιρέκακα μέσα μου. Το κεφάλι και πάλι μπροστά. «Ευτυχώς», σκέφτομαι, «δε ξέρω όσα η καταιγίδα, μα έχω τόσα - τόσα για να σου πώ».

Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007

Το δέντρο που έδινε

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά....

και αγαπούσε ένα αγοράκι.

Και κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους.

Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.

Παίζανε και κρυφτό

Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.

Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά...

πάρα πολύ.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα πέρασαν τα χρόνια.

Και το αγόρι μεγάλωσε.

Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.

Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε:

«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου αποκάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο».

«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω ν’ αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»

«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα έχω εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί... και η μηλιά ήταν λυπημένη.

Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε:

«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο».

«Δεν έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να δίνει ζεστασιά», είιπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. «Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;»

«Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο».

Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε.

«Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις»

«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»

«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά...και να ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη...μα όχι πραγματικά.

Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.

«Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω... Δεν έχω μήλα».

«Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι.

«Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια...»

«Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι.

«Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις...»

«Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι.

«Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι... μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι...»

«Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».

«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».

Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

"Το δέντρο που έδινε", ΣΕΛ ΣΙΛΒΕΡΣΤΑΪΝ. Εκδόσεις "ΔΩΡΙΚΟΣ", Μετάφραση: ΧΑΪΔΩ ΣΚΑΠΕΤΖΗ